Δεν λιγοστεύ’ η συμφορά όσω και αν την λέγης.

Αλλ’ είναι πόνοι που ήσυχα μες στην καρδιά δεν μένουν.

Διψούν με το παράπονο να βγουν να ξεθυμάνουν.

Ο Αντώνης με αγάπησε κ’ εγώ τον αγαπούσα.

Και μ’ έδωκε τον λόγο του πως άλλην δεν θα πάρη!

Αλλ’ ήτανε πτωχός πολύ κ’ είχεν υπερηφάνεια.

Γι’ αυτό σηκώθη κ’ έφυγε μ’ έν’ άτυχο καράβι

με τον σκοπό να βρη δουλειά, μια τέχνη ν’ αποκτήση.

Να γίνη ναύτης ήθελε, και πλοίαρχος μια μέρα,

κ’ έπειτα να στεφανωθή μ’ ήσυχη την καρδιά του.

Αχ, μια χρονιά δεν σώθηκε· και πέφτει ο πατέρας

και σπάνει το ποδάρι του και το δεξί του χέρι.

Αρρώστησεν η μάνα μου. Ό,τι μας είχε μείνει,

λίγο μπακίρι παλαιό, ασημικό ολίγο,

κάτι μικρά διαμαντικά που φύλαγ’ η μητέρα,

πουλήθηκαν για τίποτε.

                                       Έγιν’ η συμφορά μας

η ομιλία του χωριού. Εις τα μεγάλα σπίτια

την είδησί της έδωκαν, κι από τ’ αρχοντικό του

συχνά ο Σταύρος ήρχονταν σαν φίλος και προστάτης

στο σπίτι μας… και μ’ έβλεπε μ’ αγάπη μες στα μάτια.

Δεν δούλεβ’ ο πατέρας μου· η μάνα δεν κεντούσε.

Μέρα και νύχτα δούλεβα και έχυνα το φως μου

κι’ ωστόσο δεν κατόρθωνα να βγάλω το ψωμί των.

Ο Σταύρος ήταν πλούσιος και με καρδιά μεγάλη.

Απλά – χωρίς καυχήματα, χωρίς κομποφανία –

και μυστικά, τους έδιδε τα μέσα και τους ζούσε.

Και η ψυχή μου χαίρονταν για τους φτωχούς γονείς μου –

και η ψυχή μου έκλαιε για την φτωχή εμένα.

Πολύ καιρό δεν άργησεν η άτυχη ημέρα

που μες στον κάμπο στάθηκε κοντά μου, και με πήρε

το χέρι και με κύτταζε… Έτρεμα σαν το φύλλο

γιατ’ ήξευρα τι ήθελε, και δεν τον αγαπούσα…

Εδίσταζαν στα χείλη του τα λόγια – ως που είπε·

«Φρόσω, για το χατίρι τους δεν στέργεις να με πάρης;»

Όχι, μ’ εφώναζ’ η καρδιά ζητώντας τον Αντώνη.

Αλλά βαρυά σηκώθηκε Βοριάς αγριεμένος,

κ’ έλεγαν το καράβι του πως χάθηκε στα ξένα.

Αχ, πώς εβγήκε το σκληρό, φαρμακευμένο ψέμα!…

Αχ, πώς να ζω η δύστυχη να κλαίω νύχτα, μέρα!…

Μ’ έλεγε ο πατέρας μου πολλά για να με πείση.

Αλλ’ η καλή μητέρα μου δεν μ’ έλεγε μια λέξι,

μόνο στα μάτια μ’ έβλεπε, κ’ η λύπη και η φτώχεια

έτρεχαν από πάνω της. Έχασα κάθε θάρρος.

Δεν βάσταξα. Τον έδωκα το χέρι μου. Θαμμένη

βαθυά μέσα στην θάλασσα ήτανε η καρδιά μου.

Όλαις η κόραις του χωριού την τύχην μου φθονούσαν

που έπαιρν’ άνδρα πλούσιο και άρχοντα μεγάλο,

εγώ μια κόρη χωρική, εγώ φτωχειά μια κόρη.

Δεν είδε μεγαλύτερο γάμο απ’ τον δικό μας

ποτέ του το χωριό. Μικροί, μεγάλοι μαζωχθήκαν

για να ιδούν του άρχοντα την τυχερή την νύφη.

Με πασχαλιαίς τον δρόμο μας έρραναν και με ρόδα.

Παντού χοροί και μουσικαίς, τραγούδια και τραπέζια.

Για μένα νύχτα ήτανε. Μαύρα φορούσαν όλα.

Τέσσαρες μήνες πέρασαν μονάχα που τον πήρα,

και μια βραδυά που έρημη στην πόρτα του σπιτιού μου

στέκουμουν, βλέπω την σκια εμπρός μου του Αντώνη.

Με φάνηκε σαν όνειρο, δεν πίστευα το φως μου·

έως που μ’ είπ’ «Αγάπη μου, γιατ’ είσαι λυπημένη;

Τα βάσανά μας τέλεψαν, ήλθα για να σε πάρω.»

Πικρά, πικρά τον δέχθηκα και του τα είπα όλα.

Και έσφιξα τα χέρια του σαν πριν μες στα δικά μου,

και τον εφίλησα σαν πριν, κ’ έκλαψα στον λαιμό του.

Είπα πως δεν αγάπησα άλλον από εκείνον…

Τον είπα πως με ‘γέλασαν, πως μες στην τρικυμία

επίστεψα που πνίχθηκε… Πως μόνο για χατίρι

της μάνας, του πατέρα μου πανδρεύθηκα… Μαζύ του

πως προτιμούσα βάσανα, φτώχεια, και καταφρόνια,

απ’ όσα πλούτη έχ’ η γη που να τα φέρνη άλλος…

Τον είπα πως τον αγαπώ σαν πρώτα, μόνον τώρα

ο έρως μου είναι φωτιά άσβεστη που με καίει,

τώρα που ξέρω πως ποτέ, ποτέ, ποτέ δικός μου

δεν θε να γίνη και εγώ δική του… Και τον είπα,

απ’ την παληά αγάπη του αν έμεινε ολίγη,

να ορκισθή να μη με διη ποτέ πια στην ζωή του…

Και άλλα, άλλα έλεγα· άλλα που δεν θυμούμαι.

Έκαιε το κεφάλι μου. Με έφευγε ο νους μου.

Τώρα πια όλα τέλεψαν. Εμαύρισ’ η ζωή μου.

Δεν θάχη πια ποτέ χαρά για μέν’ αυτός ο κόσμος.

Ας μ’ έπαιρνε ο θάνατος!… Αλλά πώς να πεθάνω-

έχω πληγή μες στην καρδιά, μα είμ’ ακόμη νέα.

 


 

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροEκκλησάκια του Αιγαίου
Επόμενο άρθρο«Le paradis et l’ enfer, c’est ici»
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.