Αν ήταν άρωμα θα απέπνεε μια μυρωδιά μυστηρίου, θα έμπαινε σε εκείνα τα μπουκάλια με τα χρυσοποίκιλτα καπάκια και θα κοσμούσε τις βιτρίνες των μαγαζιών για να προσελκύσει τις πελάτισσες να το δοκιμάσουν. Και ακόμα κι αν ήθελαν να γευτούν από κοντά την μυρωδιά του, θα ήταν δύσκολο να το αποκτήσουν, καθώς πολλές φορές είναι καλύτερο να θαυμάσεις την ομορφιά ενός τριαντάφυλλου από μακριά γιατί, αν πλησιάσεις και το αγγίξεις τα αγκάθια του μπορεί να σε ματώσουν.
Η Γκρέις Κέλι πέρασε στην ιστορία ως η πιο αριστοκρατική ομορφιά του Χόλυγουντ, ως μούσα του Αλφρεντ Χίτσκοκ και ως πριγκίπισσα του Μονακό. Έζησε μια ζωή που φάνταζε ιδανική, βγαλμένη από ταινία, από εκείνες που κάποιος θα νόμιζε ότι μόνο στις σελίδες ενός μυθιστορήματος μπορεί να τις ζήσει, όμως κανένας τίτλος, κανένα στέμμα, κανένα Όσκαρ δεν κατάφερε να της χαρίσει το πιο σημαντικό, την ευτυχία.
Η Γκρέις Πατρίτσια Κέλι γεννήθηκε στις 12 Νοεμβρίου του 1929 στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ σε μία μικρή καθολική κοινότητα. Ήταν ένα ντροπαλό κορίτσι, προσκολλημένο στην αγκαλιά και τη θαλπωρή της μητέρας της. Γόνος πλούσιας οικογένειας, με διακρίσεις στον αθλητισμό, συγκεκριμένα ο πατέρας της, John B. Kelly, ήταν τρεις φορές ολυμπιονίκης στη κωπηλασία, όπως και ο αδελφός της Τζακ, και η μητέρα της ήταν η πρώτη γυναίκα προπονήτρια όλων των γυναικείων ομάδων στο Πανεπιστήμιο της Πανσυλβανίας. Κόντρα στο αθλητικό background της οικογένειάς της η μικρή Γκρέις εκδήλωσε την αγάπη της για την υποκριτική, όμως δεν βρήκε την υποστήριξη που φανταζόταν. Παρόλο που ο θείος της Κέλι ήταν ηθοποιός βαριετέ, η οικογένεια έβλεπε με αρνητική ματιά το επάγγελμα, καθώς θεωρούσε ότι ήταν χαμηλής ηθικής αξίας.
Ωστόσο η Γκρέις δεν το έβαλε κάτω αντιστάθηκε στο αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον και έγινε ηθοποιός. Σε ηλικία μόλις 18 ετών έφυγε από την οικογενειακή φωλιά και πέταξε για την Νέα Υόρκη για να σπουδάσει στο American Academy of Dramatic Arts, όπου έγινε αμέσως δεκτή. Στην αρχή της καριέρας της εργάστηκε ως μοντέλο σε οίκους μόδας, αλλά και σε διαφημιστικά, έκανε κάποιες τηλεοπτικές εμφανίσεις, όπως στο “Rich boy”, και τελικά ανέβηκε στο θεατρικό σανίδι το 1949 στο Μπρόντουγουεΐ με το έργο “The Father” του Στρίντμπεργκ. Από τη σκηνή του θεάτρου της Νέας Υόρκης στις γιγαντοοθόνες του σινεμά, η Κέλι είχε πάντα ως στόχο την έβδομη τέχνη και αυτό ακολούθησε. Πρώτη της εμφάνιση σε ηλικία 21 ετών στην ταινία “Fourteen hours” και στη συνέχεια στο “High Noon” δίπλα στον Γκάρι Κούπερ. Η παρουσία της ηχηρή, όλα προμήνυαν μία μεγάλη καριέρα, η Γκρέις ήρθε για να μείνει.
Ακολούθησε η ταινία “Mogambo”, όπου της χάρισε την πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ. Η δεύτερη και τυχερή ήταν στην ταινία “Country girl” σε σκηνοθεσία Τζώρτζ Σίτον. Η νεαρή Κέλι πήρε το αγαλματίδιο στο σπίτι της, ωστόσο δεν πήρε την αποδοχή που λαχταρούσε, το πατρικό βλέμμα πάντα επικριτικό, έμοιαζε σαν να μην ικανοποιούταν με τίποτα, κανένα χρυσό αγαλματίδιο, καμιά διάκριση δεν έβγαλε λέξεις στοργής από το στόμα του πατέρα της Κέλι.
«Ήξερε τί ήθελε και το έκανε», δήλωνε η Κέιτι Χοράδο που είχε συνεργαστεί μαζί της στην ταινία “High Noon”. Η Γκρέις φάνταζε η ιδανική συνεργάτης για να δουλέψει κάποιος μαζί της, δεν παραπονιόταν ποτέ εν ώρα γυρισμάτων, ζούσε στρατιωτικά, έτρωγε και κοιμόταν και πάλι από την αρχή στο ταρτάν των κινηματογραφικών σετ.
Το 1953, σημαδιακή μάλλον χρονιά για την ίδια, την ανακαλύπτει ο Άλφρεντ Χίτσκοκ και γίνεται μία από τις μούσες του για τις ιστορίες φόνων και μυστηρίου που αριστοτεχνικά ζωντάνευε στη μεγάλη οθόνη.
Dial M for murder, Rear window, To catch a thief, ταινίες που καθιέρωσαν τόσο την ίδια, όσο και τον σκηνοθέτη. Ο Τζέιμς Στιούαρτ συμπρωταγωνιστής της στην ταινία Rear Window, είχε πει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του ότι, η Κέλι ήξερε την κίνηση ματ πριν ο Χίτσκοκ την υποδείξει και αυτό ήταν κάτι που άρεσε στον σκηνοθέτη. Δεν το έβαζε κάτω, πάντα τολμηρή και έτοιμη για όλα.
Η Γκρέις ήταν 24 ετών, όμορφη, πετυχημένη, με ένα Όσκαρ να κοσμεί κάποιο ράφι του σπιτιού της, έμοιαζε να τα είχε όλα, όμως κανείς δεν φανταζόταν τι έμελλε η ζωή να της φέρει στο δρόμο της. Έναν βασιλικό τίτλο και ένα χρυσό κλουβί που την εγκλώβισε μέχρι το άδοξο τέλος της.
Μια γνωριμία την χρυσή δεκαετία της καριέρας της άλλαξε όλο τον ρου της ιστορίας της και από ηθοποιό Κέλι την κατέστησε Πριγκίπισσα του Μονακό. Η γνωριμία με τον πρίγκιπα Ρενιέ μόνο τυχαία δεν ήταν, καθώς ο ίδιος ως τελευταίος απόγονος της οικογένειας Γκριμάλντι έπρεπε να συνεχίσει το γένος αλλιώς το βασίλειο του Μονακό θα περνούσε στη λήθη. Η Γκρέις έμοιαζε να είναι η τέλεια λύση. Η αριστοκρατική της ομορφιά, η φήμη και η λάμψη της θα εκτόξευε τη φήμη του Μονακό και θα το έφερνε πάλι στο επίκεντρο της δημόσιας σφαίρας. Οι Κάννες στάθηκαν η αφορμή για την γνωριμία τους και το Μόντε Κάρλο ο τελικός προορισμός που θα φιλοξενούσε την αγάπη τους.
Οι αρραβώνες τελέστηκαν τα Χριστούγεννα του 1955 ενώπιον των γονιών της Κέλι αλλά πριν ανέβει τα σκαλιά του Καθεδρικού Ναού, η ηθοποιός έκανε την τελευταία της εμφάνιση στον κινηματογράφο στο “High Society” δίπλα στον Μπινγκ Κρόσμπι και τον Φρανκ Σινάτρα. Εκεί δεν έκλεψε τις εντυπώσεις μόνο το υποκριτικό της ταλέντο και η απαράμιλλη ομορφιά της αλλά και το μονόπετρο που της είχε χαρίσει ο Ρενιέ, μονόπετρο που έχει μείνει στην ιστορία και είναι συνώνυμο της κομψότητας και της φινέτσας.
Η αγαπημένη πρωταγωνίστρια του Χίτσκοκ, όπως γίνεται στα παραμύθια, παντρεύτηκε τον πρίγκιπα της, στις 18 Απριλίου του 1956 στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Νικολάου στο Μονακό, φορώντας ένα παραμυθένιο νυφικό σχεδιασμένο από την Helen Rose, που είχε φτιαχτεί από 270 μέτρα από βελγική δαντέλα, το οποίο έκλεψε τις εντυπώσει και ακόμα και σήμερα αποτελεί σημείο αναφοράς και πηγή έμπνευσης. Στον γάμο του ζευγαριού είχαν παραβρεθεί αστέρες όπως η Άβα Γκάρντερ και επιχειρηματίες όπως ο Αριστοτέλης Ωνάσης.
Λίγους μήνες μετά το μυστήριο η Κέλι έφερε στον κόσμο το πρώτο της παιδί, την πριγκίπισσα Καρολίνα, αφού πρώτα είχε υποβληθεί σε εξετάσεις για να διασφαλιστεί η γονιμότητά της, καθώς βασική προϋπόθεση ήταν το βασίλειο του Μονακό να επιζήσει και να μην περάσει στην εξουσία της Γαλλίας. Η εξέταση είχε χαρακτηριστεί από την ίδια την Κέλι ιδιαίτερα ταπεινωτική. Το ζευγάρι απέκτησε και άλλα δύο παιδιά, τον πρίγκιπα Αλβέλτο το 1958 και την πριγκίπισσα Στεφανί το 1965.
Μια ζωή γεμάτη πλούτη, φήμη και δόξα που όμως έληξε ξαφνικά. Ένα αυτοκινητικό ατύχημα έμελλε να κόψει βίαια το νήμα της ζωής της και να αποδείξει, για άλλη μια φορά, πόσο θνητοί είμαστε οι άνθρωποι απέναντι στη μοίρα. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1982 χάνει τον έλεγχο του αυτοκινήτου της, ενός Rover P6, και περνάει στην αιωνιότητα. Το αμάξι έπεσε από μεγάλο ύψος στους λόφους πάνω από το Μονακό, στο οποίο επέβαινε και η κόρη της Στεφανί, η οποία υπέστη κατάγματα στη σπονδυλική στήλη.
Έτσι το παραμύθι της Σταχτοπούτας Γκρέις, που από πετυχημένη ηθοποιός έγινε πριγκίπισσα του Μονακό, τέλειωσε. Οι σελίδες έπαψαν να είναι γραμμένες με χρυσά γράμματα και απέκτησαν χρώμα θαμπό σχεδόν μαύρο. Το βιβλίο έκλεισε και καταχωνιάστηκε σε κάποιο ράφι, αφήνοντας τις φήμες και τους αστικούς μύθους γύρω από τη ζωή και τον θάνατό της να περικλείουν την ύπαρξή της, και όσο κι αν η φαντασία οργιάζει η αλήθεια μοιάζει να θάφτηκε μαζί με εκείνη τον Σεπτέμβριο του 1982.
*Γράφει η Δανάη Καλογερή.
Γεννήθηκε ένα ανοιξιάτικο πρωινό του 2001 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στα Βόρεια Προάστεια απέναντι από ένα αθλητικό κέντρο μαζί με τους γονείς της , τη γιαγιά της και το σκύλο της, Φοίβο. Αποφοίτησε από Καλλιτεχνικό σχολείο και τον προηγούμενο Σεπτέμβριο ξεκίνησε να φοιτά στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών στην Αθήνα. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν φυσική εξέλιξη καθώς από τότε που θυμάται τον εαυτό της υποδυόταν ρόλους που έβλεπε σε ταινίες και σειρές και καθόταν άπειρες ώρες μπροστά από έναν καθρέφτη τραγουδώντας και χορεύοντας.