Η μπλε περίοδος της ζωής του Χέρμαν
Ο άντρας κοιτούσε έξω από το παράθυρο του δωματίου, τα γυαλιά του, ήταν ακουμπισμένα στο γραφείο, τα σεντόνια στο κρεβάτι ήταν ξέστρωτα, και πολλές σελίδες γραμμένες πυκνά, βρίσκονταν σκόρπιες στο πάτωμα, και κάπου πιο δίπλα από τα γυαλιά του.
Το δωμάτιο κολυμπούσε στην σιωπή και την ακινησία, μια σιωπή που θα έλεγε κανείς πως είχε το δικό της ύφος, ήταν μπλε και αιωρούταν στην ατμόσφαιρα σαν την προσμονή της βροχής, σαν την προσμονή μιας γέννας…
Ο άντρας που κοιτούσε έξω από το παράθυρο, στο χτεσινοβραδινό όνειρο του, είχε δει, ερωτικά συμπλέγματα κι έναν φόνο που τον ανάγκαζαν να προσπαθεί να θυμηθεί τα ονόματα των πρωταγωνιστών του μα ήταν αδύνατον να τα προσδιορίσει.
Η επιμελής αμνησία τον βασάνιζε τον τελευταίο καιρό, σιγά σιγά άρχισε να μην θυμάται ολόκληρα κομμάτια της ζωής του.
Αυτό που θυμόταν σίγουρα, ήταν πως αυτά τα κομμάτια, τα είχε βαπτίσει με χρώματα όπως ο αγαπημένος του διάσημος ζωγράφος που άλλαξε την οπτική της ζωγραφικής, ο ίδιος ξεχώριζε μέσα του την μπλε περίοδο, όμως δεν ήξερε το γιατί.
Κοίταξε τον μεγάλο παπαγάλο που στεκόταν στο κλουβί ανάποδα, μόλις ο παπαγάλος ένιωσε πως τον κοίταζε άρχισε να κινείται νευρικά και να φωνάζει “Χέρμαν, Χέρμαν”.
Τότε θυμήθηκε πως τον έλεγαν Χέρμαν και ζήλεψε τον παπαγάλο που ανήκε στα ζώα, γιατί τα ζώα δεν είχαν συνείδηση του χρόνου που περνούσε. Αν ο χρόνος δεν ήταν συνειδητός, σκέφτηκε, δεν θα με ένοιαζαν οι ρυτίδες, δεν θα είχα ηλικία, δεν θα βάπτιζα την ζωή μου σε μπλε, κόκκινη, κίτρινη περίοδο.
Η σιωπή κι η ακινησία στο δωμάτιο έγιναν πιο βαριές.
Καθώς είδε ένα παιδί κάτω από το παράθυρο να παίζει μπάλα μόνο του και να φωνάζει, θυμήθηκε τον φόνο στο όνειρο, είχε σκοτώσει ο ίδιος τον πατέρα του όταν ήταν πολύ νέος..
Σηκώθηκε με ένα βαρύ συναίσθημα και πήγε στην μικρή κουζίνα.
Καθώς έφτιαχνε καφέ οι κουρτίνες του χρόνου άνοιξαν διάπλατα κάνοντας έναν απαίσιο, σχεδόν ηφαιστειογενή θόρυβο μέσα στο κεφάλι του.
Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα, θυμήθηκε πως είχε σκοτώσει τον πατέρα του όταν ανακάλυψε πως ήταν υπεύθυνος μαζί με άλλους φασίστες για την εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων Εβραίων στον δεύτερο ντροπιαστικό πόλεμο.
Όταν τον σκότωσε έφυγε μέσα στην νύχτα αλλάζοντας τρένα και αεροπλάνα και βρέθηκε εδώ.
Εκείνη η περίοδος ήταν η μαύρη περίοδος της ζωής του….
Λυτρωτικά δάκρυα χάραξαν τα μάγουλα του και το στήθος του άρχισε να πάλλεται σαν να δεχόταν σφαίρες, αόρατο αίμα γέμισε τα μάτια του κι άρχισε να τρέμει ολόκληρος.
Ο παπαγάλος τώρα, φώναζε πηγαίνοντας ζωηρά πάνω κάτω, “Χέρμαν, Χέρμαν”, μετά πηδούσε δαγκώνοντας τα κάγκελα με μανία κι άρχισε να λέει “Φασίστες, φασίστες”, σπόροι τινάζονταν στο πάτωμα και το κλουβί άνοιξε απότομα καθώς ο παπαγάλος είχε μάθει να ανοίγει την πόρτα και ήρθε και κάθισε επάνω στο γραφείο.
Ο άντρας ήρθε μέσα στο δωμάτιο κι αιφνίδια η μνήμη έμεινε ακίνητη, ο παπαγάλος σταμάτησε κι αυτός και το δωμάτιο γέμισε σιωπή.
Ο άντρας κοίταξε τον μπλε παπαγάλο και κατάλαβε πως αυτή ήταν η μπλε περίοδος της ζωής του…
Το πουλί τον παρατηρούσε με την άκρη του ματιού του.
Καθώς ο άντρας έγειρε το κεφάλι στο στήθος του για τελευταία φορά προδομένος από την καρδιά του, ο παπαγάλος φώναξε ξανά “Χέρμαν, Χέρμαν” μα τίποτε δεν μπορούσε να τον ξαναφέρει πίσω στην ζωή.
Οι ένοικοι του διπλανού διαμερίσματος ανησύχησαν τη τρίτη ημέρα από την απουσία του άντρα και μπήκαν με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, μέσα στο βουβό δωμάτιο.
Εκεί βρήκαν τον άντρα παγωμένο επάνω στην καρέκλα και το μπλε πουλί πεσμένο κάτω και νεκρό.
Ο Χέρμαν δεν ήξερε πως τα ζώα δεν έχουν αντίληψη του χρόνου αλλά έχουν πλήρη συναίσθηση του θανάτου των αγαπημένων τους που τα φροντίζουν.
Τώρα κι ο παπαγάλος είχε ολοκληρώσει με τον δικό του τρόπο, την “μπλε περίοδο” της ζωής του Χέρμαν…
Γράφει η Πόπη Συνοδινού.