Η έκθεση “Time Warps – Λαβύρινθος Χώρα”, ανοίγει στις 30 Ιουλίου, στις 19:30 και διαρκεί ως τις 15 Αυγούστου
Η έκθεση είναι μία διοργάνωση της περιφέρειας Κρήτης, στα πλαίσια του Φεστιβάλ, “Η Τέχνη ταξιδεύει σε μνημεία της Κρήτης”
Στις 31 Ιουλίου θα πραγματοποιηθεί ποιητική και μουσική βραδιά
Αναλυτικά
Ποιητική βραδιά:
Έναρξη:19:30
20:00-21:00 λήξη ποιητικής βραδιάς
21:00 έναρξη μουσικής παράστασης από τον μουσικό της jazz Ορέστη Κρικώνη
Λήξη: 22:00
Έργο του εικαστικού – ποιητή, Γιάννη Στεφανάκι, εγκατάσταση (μηχανικά λουλούδια), μεικτή τεχνική
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΜΑ
ΚΑΙ ΤΗ ΒΡΟΧΗ
Του Γιάννη Δ. Στεφανάκι
Να περπατάς στο φύσημα τ’ ανέμου
και στις πατημασιές του δρόμου ν’ αγρυπνάς
αμέριμνο μερμήγκι να πατάς χωρίς να θέλεις
και τ’ αγριόχοιρου να βλέπεις το λαγούμι
ν’ αναζητάς χελώνας το αργό περπάτημα
και να κρατάς σαν σταυρουδάκι στο λαιμό σου
Όλυμπο Ταΰγετο Άθω και Ψηλορείτη
να μπαίνεις μες στο φύλλωμα
το κτύπο της καρδιάς του δέντρου ν’ αγρικάς
χυμός να γίνεσαι που στον κορμό του ρέει
ν’ ακούς το μυστικό πουλιών κελάηδημα
και των αιγών το κλάμα
Να περπατάς στο δρόμο του αυγερινού
πριν η μέρα τον σκεπάσει
Ω! χόρτασε το χώμα που πατάς
κι αυτό βουλιάζει
το πόδι αγκαλιάζοντας
Αποταυρίστηκεν η φύση
τα δέντρα έγειραν
σφικτά ν αγκαλιαστούν
πουλιά φτερούγισαν κι ήχος μελωδικός παρέσυρε
τα μυστικά των λουλουδιών
Κι έτσι όπως οι άκρες των δένδρων έσμιγαν
στο βάθος του σκοτεινού ουρανού
δύσκολο ήταν να ξεχωρίσεις τα περιγράμματα
αφού πίνακα έβλεπες του Μανέ
τις πολλαπλές του πράσινου εναλλαγές ξεχώριζες
και λίγο σκοτωμένο κόκκινο
βλέπεις έμπαινε φθινόπωρο
κι άρχιζε το φως του ηλίου ν’ αδυνατίζει
και τα χρώματα των πραγμάτων
τις σωστές τους να παίρνουν διαστάσεις
Ακόμα δεν είχε ξημερώσει
στο πρώτο φως το μάτι αγριεύει·
το χέρι απλώνει τα δάκτυλα
στη δροσιά των φύλλων
όπου της καρδιάς το σφυγμό
προσπαθούν να μαντέψουν
απαλά τα χαϊδεύουν· αν σπάσουν
κομμάτι του όλου θα γίνουν
θα χαθούν
χώμα θα γίνουν
Σκιαγμένοι κάτω απ’ τον πρωινό ουρανό
τα πόδια μας βαριά εσέρναμε
χιλιόμετρα πολλά είχαμε κάνει
και η ανηφόρα μπροστά μας χαρά προορισμού
μ’ ευκολία βλέπαμε τα σύννεφα
είναι ίσως τα μόνα
που δεν σου κρύβουν την αλλαγή τους
την πάλη του νερού
με τον αέρα βλέπαμε
τη διαρκή μεταμόρφωση τους σε μορφές που χάνονται
μέσα σε άλλες
Ω! βουνά και δέντρα του δάσους της καρδιά μου αετοί
ω! πουλιά με φτερά μαζεμένα
κρυμμένα στα φύλλα των δέντρων
προσευχή τ’ ουρανού
μάνες που ξαγρυπνάτε
τ αυγά να γεννήσετε
μην χαθεί η ζωή
Δεχτείτε ανθρώπου χαιρετισμό
που εντός του
η φύση κατοικεί
Ω πρωινή αύρα και χαλί που γλιστρά
απ’ των δέντρων τα φύλλα
σε μονοπάτι σκιερό
δέξου των πεζοπόρων την αγάπη
τη μυστική τους προσευχή
Ω εσύ μοναδικό ήλιου φως
που την κορυφή του θρυλικού βουνού
ζωγραφίζεις
ήρθες ζωή να δώσεις
στα πράγματα γύρω
στην πέτρα
στο χώμα
στη βροχή
στα ζώα
στο φίδι
στα πουλιά
στα έντομα
στα σύννεφα και στα δέντρα·
σε σένα άνθρωπε που
δεν τα αγαπάς
Όλο και οδεύαμε
με τα απαραίτητα στους ώμους
υπόκλιση στο διάβα μας έκαναν τα κλαδιά
κι εμείς τρυφερά τα χέρια απλώναμε
σαν σε κεφαλή μωρού παιδιού
η χαρά φτερά πεταλούδας
κι ο αέρας που ολούθε τρυπώνει
από το στόμα στ’ ακροδάχτυλα φτάνει
και ανάσα στο ιδρωμένο το σώμα χαρίζει.
Χαίρε όσο βλέπεις και γρικάς
την ομορφιά του κόσμου
τη σκιά που
κάθε απόχρωση φανερώνει
γιατί όταν στο σύμπαν θα χαθείς
σκόνη κι εσύ θα γίνεις
χώμα χωρίς να έχει μνήμη
Γι’ αυτό ζήσε άρπαξε το κρυφό
της ζωής το μυστήριο
και
της αυγής το καθάριο φως
τον ψίθυρο του φύλλου στο αυτί της μέλισσας·
πρόσεξε
μην φύγεις με το παράπονο της άνυδρης γης
Μην περιμένεις να βρέξει
νερό για να πιείς
με τα χέρια σου σκάψε
βαθιά μέσ’ στον βράχο
δεν χρειάζεται να στύψεις το σύννεφο
να περπατάς σε αλλονών μονοπάτια
το δικό σου ψάξε να βρεις
Τη γυναίκα π’ αγαπάς να
διψάσει μην αφήσεις
Χρόνο το χρόνο
ο χρόνος ανάποδα πάντα μετράει
και τότε τις πίκρες θα μετράς
και τις ξεθωριασμένες θα θυμάσαι χαρές
Με τα σακίδια βαριά στους ώμους
και την ανατολή ν’ αχνοφέγγει
ήχον ευάρεστον ακούσαμεν
καμπάνας κοντινού μοναστηριού
το μάτι σκοντάφτει
στις κορυφογραμμές που σχήμα αλλάζουν
και το χέρι απλώνει τα δάκτυλα
στα πράγματα γύρω
τον σφυγμό της καρδιάς τους
προσπαθούν να μαντέψουν
τότε ξανά στο ποίημα μπήκα
στις σπηλιές του μυαλού άρχισα λέξεις να χαράζω
στην αιώνια σκόνη επάνω
ν’ αφήσω το ίχνος μου
για
φευγαλέες εικόνες που ποτέ δεν θα υπάρξουν ξανά
για
του σκαντζόχοιρου την υποψία θορύβου
και τα νερά του ποταμού που στις όχθες
παράξενα σχήματα δίνει
για
τη φωτιά που δέντρα ανθρώπους και ζώα θα κάψει
το γλυκό σου το πρόσωπο που στη στιγμή
απ’ το θυμό την ασχήμια αγκαλιάζει
Άνοιξε ο ήλιος τα μάτια του
όπως η κόρη στο πρωινό ξύπνημα
κι επλημμύρισε η πλάση χαρά
κι η πρωινή των φύλλων δροσιά
σταγόνες στο χώμα· πηλός
Άδραξε την πρωινή του
φέγγους καλημέρα
που ήρθε χρώμα να δώσει
στα πράγματα γύρω.
τί οργασμός τί θαύμα θαυμάτων
τα κλαδιά των δέντρων
χορό να στήνουν να σκιρτούν
στου Αίολου το νεύμα
και τα μελίσσια να τρυγούν τη ζήση να γλυκάνουν
Σκέψου καθώς περπατάς
της ζωής το μεγαλείο
στην ανάσα του φύλλου
στη σαύρα στο σκαθάρι
στο άλογο στο δελφίνι και στο ρόδι
με το βλέμμα στραμμένο, όχι μόνο εντός
μα σε κάθε απόχρωση που
η σκιά φανερώνει.
Σε μονοπάτια σκληρά από πέτρες κι αγκάθια
τα κλαδιά υπόκλιση έκαναν
η χαρά πέταγμα πεταλούδας
κι εμείς με χείλη βατόμουρου γεύσης
βαθιές ανάσες στον αέρα
που ολούθε τρυπώνει
από το στόμα στ’ ακροδάχτυλα φτάνει
και ζωή στο ιδρωμένο το σώμα
μοιράζει
Κι έτσι καθώς τα βουνά
γκρίζα στο βάθος·
κι έτσι καθώς απρόσιτα
τα βράχια μπροστά μας
δέσμη από φως αίφνης προβάλει
από νέφαλα άσπρα που θαρρείς
χέρι σταχτιά ζωγραφίζει
κι ήταν η απόλαυση πολύ πιο μεγάλη
απ’ τον ύπνο που φέρνει του έρωτα η ζάλη
την κάθε στιγμή απολαμβάναμε
σαν νάταν η τελευταία
Μα όπως στον κόσμο τίποτα
δεδομένο δεν είναι
έτσι κείνο στο βάθος το λίγο
μπλε ουρανού· φως λαμπερό
με μιας σύννεφα έρχονται πυκνά
μαύρα και το κυκλώνουν
αέρας ακατάστατος σαν μεθυσμένος
στα νέφη έφερνε τρομακτικές μορφές
και σχισμή που τα μάτια τυφλώνει
μέγας κρότος και βροχή
στον αέρα χορεύει
και το μυαλό αγριεύει και
θολώνει η ματιά
Μα η σκεπή των αμνών του Θεού
δεν ήταν μακριά
καθώς ανηφορίζαμε
η ομορφιά της κόσμημα
θαρρείς στον ουρανό ακουμπούσε
η πυρκαγιά της ανάσα μας
άρχιζε να μαλακώνει
όμως η βροχή δυνάμωνε και
δεν μας ήταν εύκολο
να συνεχίσουμε μέσα στη γλίστρα
και στη λασπουριά
Οι αγκάλες των γέρικων δέντρων
μας βοήθησαν να χαρούμε τη βροχή
και του χώματος την ξεχασμένη μυρουδιά
ήταν βλέπεις· τέλος καλοκαιριού
κι εμείς σε μυστική συμφωνία
σιωπηλοί βλέπαμε τη διψασμένη γη
σαν ερωμένη
να ρουφάει τις χοντρές στάλες
που μεθυστικό έστηναν χορό
σημάδι πως η βροχή καθώς δυνάμωνε
θα μας συντρόφευε για ώρα
Το Όρος γνωρίζει τις εποχές
γνωρίζει
πως οποιαδήποτε ώρα μπορούν τα
νέφη βροχή να φέρουν
να μυρίσει το χώμα
χνώτο πληγωμένου ελαφιού
Κι εμείς το ακατανόητο να νοήσουμε
επιμόνως ζητούμε
Γιάννης Στεφανάκις, εικαστικός-ποιητής, το ποίημα έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό “Δέκατα”
Χρυσούλα Σκεπετζή
Ο Λαβύρινθος της ψυχής, (συμβολισμοί και απώλεια)
Εικαστική εγκατάσταση της Χρυσούλας Σκεπετζή
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης 2018. Υπό τη Δ/νση της Μαρίας Μαραγκού Τίτλος: Ανασκαλεμένη μνήμη ή χωρίς ζάχαρη
Επιμέλεια: Κων/νος Β. Πρώιμος
*Η παραπάνω εγκατάσταση μνημονεύει το λαβύρινθο ενός ανθρώπου που πάσχει. Τα σχέδια μεταδίδουν μια αίσθηση ασυμβίβαστου ρεαλισμού, εφόσον ο θεατής μπορεί να δει όλες τις μικρές λεπτομέρειες της ρουτίνας ενός, προφανώς, σοβαρά ασθενούς, καθώς, ως επί το πλείστον, κείτεται στο νοσοκομειακό του κρεβάτι. Τα σχέδια με τις εικόνες του ασθενούς σώματος αντιπαραβάλλονται συχνά με αυτά του υγιούς, μια πρακτική που ωστόσο εντείνει την εικόνα της αρρώστιας.
Το πέρασμα μέσα σε ένα λαβύρινθο θεωρείται ένας διαλογισμός εν κινήσει, μια διαλογιστική διαδικασία η οποία μπορεί να συμβάλει στην ενδοσκόπηση ή να οδηγήσει σε έναν τόπο βαθιάς γαλήνης. Οι επιστήμονες σήμερα, την ονομάζουν «εικόνα-καθρέφτη» και μιλάνε για ύλη και αντί-ύλη. Είναι απλοί όροι για τις δύο αντίθετα στροβιλιζόμενες κινήσεις, όπου υπάρχει η μία, υπάρχει και η άλλη. Αυτές οι στροβιλιζόμενες κινήσεις εμπλέκουν την ιδέα της συνείδησης, και ως τέτοια τοποθετεί τον εαυτό της στο κέντρο της στροβιλιζόμενης κίνησης. Μέσω του λαβύρινθου μεταστοιχειώνουμε εντελώς μεταφυσικά την ύπαρξή μας οδηγώντας την σε εξυψωμένα επίπεδα, ώστε αυτή η μετουσίωση να απελευθερώσει το πνεύμα στην υπηρεσία της ψυχής. Ένα ταξίδι αυτοανακάλυψης. Ο Ρώσος ερευνητής Βλ. Αμπράμοφ αναφέρει: «όταν κάποιος περπατά μέσα σε έναν λαβύρινθο, η κατάσταση της συνείδησής του αλλάζει καθώς και η αντίληψη που έχει ως προς το χώρο και το χρόνο. Συστρεφόμενοι γύρω από το κέντρο του λαβύρινθου, γίνεται αόριστο πόσο διάστημα έχουμε διανύσει και πόσο έχουμε ακόμη μπροστά μας. Ακόμη και αν ο χρόνος μοιάζει να σταματά». Αν θέλουμε να περιγράψουμε ένα Λαβύρινθο, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά, κάθε περίπλοκο κατασκεύασμα είτε αυτό έχει μονάχα μία είσοδο/έξοδο και συνεπώς ένα μοναδικό σωστό μονοπάτι που οδηγεί στο κέντρο του, είτε ένα κατασκεύασμα με πολλές διακλαδώσεις, ποικίλες εισόδους/εξόδους κι αδιέξοδα. Ο λαβύρινθος είναι ένα ξόρκι ή ίσως μια προσευχή, ή ίσως μια απώλεια. Οι πεποιθήσεις ενός πολιτισμού, οι παραδόσεις και οι κανόνες επηρεάζουν την αντίληψη του θανάτου, τη δυνατότητα μιας μετά θάνατον ζωής, την εμπειρία της θλίψης, και τις εορτές ή την διαδικασία του πένθους. Η θλίψη εξωτερικεύεται και οπτικά συμπεριλαμβάνεται μέσα από ένα πολιτιστικό φακό. Υπάρχουν καθολικές αλήθειες για την εμπειρία της απώλειας, αλλά υπάρχουν και πολιτιστικά πρότυπα που επηρεάζουν την έκφραση της θλίψης. Το πολιτιστικό πλαίσιο για το πένθος διαφέρει από πολιτισμό σε πολιτισμό και δεν είναι πάντα ευεργετικό για τους πενθούντες. Πιστεύω ότι η θλίψη και η τέχνη, μπορούν να μας συνδέουν με αυτό που είναι ουσιαστικό για την ανθρώπινη εμπειρία της απώλειας. Ο φυσικός θάνατος, η υπενθύμιση της θνητότητας στους ανθρώπους ήταν και είναι ο βασικός άξονας διαφόρων θρησκειών, αλλά έγινε πολλές φορές και το κεντρικό θέμα στις τέχνες. Τον Μεσαίωνα ειδικά, στην τέχνη τα έργα ” memento mori = θυμήσου τον θάνατο ” είχαν την τιμητική τους, διόλου περίεργο αν σκεφτεί κανείς την συχνότητα και την έκταση του θανάτου σε ολόκληρη την Ευρώπη εκείνη την εποχή αλλά και τη δική μας σήμερα. Με αυτή την αντίληψη το θέμα πήρε τους δικούς του δρόμους και ακολούθησε μία συγκεκριμένη πορεία μέσα στο χρόνο σε συνδυασμό με τη διαρκή αγωνία του ανθρώπου για το τέλος. Ο μύθος του Θησέα του Μινώταυρου και ο εγκλεισμός τους στο Λαβύρινθο, γεννήθηκε κι εξαπλώθηκε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, εμπνέοντας καλλιτέχνες απ’ την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα.
Σήμερα, συναντούμε στα εικαστικά (όπως η παραπάνω εγκατάσταση της Χρυσούλας Σκεπετζή), στη μουσική, στη λογοτεχνία, στην αρχιτεκτονική και τον κινηματογράφο μια σειρά από ευφυής, επικίνδυνους μα και φανταστικούς Λαβυρίνθους. Η ποίηση (όπως η παρακάτω ποιητική συλλογή της ίδιας), είναι ένας επίσης λαβύρινθος λέξεων που έχει ανάγκη τον μίτο της Αριάδνης, μόνον εάν επιθυμείς την έξοδο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι συναντάμε συχνά το λαβύρινθο, αυτή την κατασκευή του Δαίδαλου με τα πολλαπλά αδιέξοδα, ως σύμβολο και ως ορολογία σε πολλά πεζά και στίχους.
Α β υ σ σ α λ έ α σ ι ω π ή
Ανοίγω τις θύρες της μνήμης. Περιφέρομαι γύρω από μια άβυσσο. Εμβρόντητος ηφαιστειολόγος, στο χείλος ενός κρατήρα που κοχλάζει. Σχοινοβατώ στην κόψη του ξυραφιού.
Πρωταγωνιστής και κομπάρσος τους ρόλους των οποίων καλοκαίρια και χειμώνες υποδύθηκα διαδοχικά. Ιδιοφυείς και καταγέλαστους ωραίους και τερατώδεις, ηρωικούς και αποστάτες, με βεβαιότητες και ψευδαισθήσεις. Με υποθηκευμένες χαρές και κενές λύπες με υποταγμένες εφορίες κι αλάθητες αγάπες.
Αμέτρητες μπομπίνες από κινηματογραφικό υλικό που αρχειοθετούν ζωές, στο περιθώριο του χρόνου.
Στον ομφαλό του κόσμου, τι να πετάξει και τι να κρατήσει κανείς απ’ αυτό το αταξινόμητο υλικό;
Χ α σ ο μ έ ρ ι
Συχνά πέφτεις απ το σκοτάδι στο φως Απ΄την απελπισία στην ελπίδα Απ΄το πολύ σκούρο στο πολύ ανοιχτό Ρυμοτομείς τα ερείπια τις φλόγες και τις φωτιές, επουλώνεις πληγές με μειλίχια χαμόγελα.
Με φραστική ευμένεια. Ξελασπώνεις και εξιλεώνεις τη ζωή σου.
Διανοητικό χασομέρι.
Καθημερινότητα
Αγωνιώδεις οι περιηγήσεις στους λαβυρίνθους των λέξεων.
Ήρθαν τα χρόνια να τους ζω, ακόμα και στα όνειρα.
Καμία αμφιβολία ποτέ για την σωματικότητα του ονείρου,
για την ανεπάρκεια της εγρήγορσης.
Τα όποια απτά στοιχεία, με γεμίζουν αμφιβολίες.
Κάτω από την καθημερινότητα, περιεργάζομαι την απλότητα∙
Μπροστά στα ανοιχτά μου μάτια, θαύματα ∙
Η αυγή κι η δύση, ανάμεσά τους κι η αμφιβολία.
Πρωί πρωί, ξεφλουδίζω το θέρος που φθίνει
και σιγά σιγά μαργώνει.
Η φλυαρία του πρωινού καταπατεί τη σιωπή των πλέον εκκωφαντικών ονείρων.
Η μέρα ετοιμάζεται να μοιραστεί με το μαχαίρι των αναγκών.
Όπως το κομμένο μέλος,
παγωμένο, ξερό, δίχως ζωή,
αποχωρίστηκα με συντριβή τις αυταπάτες μου.
Πηλός από τα μάτια μου ήλπισα πως σφράγισε την πληγή.
Μα η διάψευση είναι μια συστροφή ύπουλη που χρεώθηκα σε χρόνο ανύποπτο.
Κρατά όλη την τραγική ειρωνεία που μας βαφτίζει ανθρώπους.
Ποτέ δεν ονειρεύτηκα να ζήσω και να επιβιώσω αυτής∙
Διότι ο άνθρωπος, δε ζει μόνο με τον άρτο , – στριμωγμένος σε μονόλιθους και σκουριασμένα πλοκάμια, σάπια μαριονέτα παράταιρη που σέρνει το άρμα του συστήματος,- μα και με Λόγο.
Κι ο Λόγος εστί αναλογία Ζωής – θανάτου.
Αν σώζεται κάτι,
είναι το φως μας μέσα στο φως,
τ’ ανομολόγητο συγκέρασμα αιθέρος και λάσπης.
Ως ένα πλεόνασμα, ζω υποθετικά, ανεξήγητα,
λόγω μνήμης, πείσματος,
λόγω απύθμενου υποσυνείδητου,
τώρα που ξέρω κάτι από τους νόμους της αγοράς
και τις πεποιθήσεις του όχλου.
Καλλιόπη Γιατρουδάκη, ζωγράφος-ποιήτρια, έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές : 1.”Άνθρωποι με επικάλυψη της πόλης”, 2017, εκδ.Πανός
2.”Αρκεί να ηττηθώ, 2019, εκδ. Εντευκτηρίου Τα ποιήματα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό ologramma είναι από τη νέα της ποιητική συλλογή “Ευγενή Μετάλλαξη και νέες Μεταλλάξεις” που θα κυκλοφορήσει σύντομα.
Καλλιόπη Γιατρουδάκη, “Καθημερινότητα”, Γράμματα – Φαινόμενα κι ένα Άφες”, “COVID 19”, “Γεγονός”
“Κατ-αγγελία” (περ. Νέο Επίπεδο 2020)
Εγώ η γελασμένη του συστήματος
σας καταγγέλλω: ο Μινώταυρος δραπέτευσε
– έχουν να λένε του άνοιξαν κρυφά τις πόρτες
στις φυλακές τον έψαχνα σε κάθε επισκεπτήριο
μα με κοστούμι τον συνάντησα
να πορπατεί στη ρούγα
Δεν κρύβεται σας λέω ο Μινώταυρος
σεινάμενος και κουνιστός στην πόλη το πρωί
απ’ την Καινούργια πόρτα έμπαινε
και τριγυρνά αμέριμνα στους δρόμους
μπαίνει σε τράπεζες σε μαγαζιά
και κάνει πιάτσα μεσημέρι στην πλατεία…
Αδιάφοροι περαστικοί
νομίζαν πως εβλέπαν την εικόνα του
όπως το συνηθίζουν
μ’ οθόνες κινητές στα χέρια τους
ή με τα κιάλια τηλεσκοπικά απ’ το σαλόνι
Μα ο Μινώταυρος δεν είν’ αναπαράσταση
με σάρκα και οστά σε περιτριγυρίζει
εικόνα που παρέβηκε το λόγο σου
τον υπερβαίνει
και τελικώς σε φίμωσε
να μην αναγνωρίζεις
πότε ο Μίνως πότε ο ταύρος κυβερνά
ότι στην πόλη εναλλάσσονται οι εξουσίες…
*
Καημένε Γλαύκο
Bούλα Επιτροπάκη, ποιήτρια
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017.
Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ.
Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό.
Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια…
Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων.
Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία…
Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή…
Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.