Σ’ έναν τόπο από πέτρα, θάλασσα και αίμα, η Όλγα, μια μαυρομάτα κοπέλα, έμελε να συναντήσει τον άντρα που, χωρίς ακόμη να γνωρίζει την προέλευσή του, θα στοίχειωνε ό,τι την πλαισίωνε. Πραγματικό ή φανταστικό.
Αφού λοιπόν η όμορφη Μανιάτισσα ολοκλήρωσε την αποστολή συγκομιδής ορτυκιών, όπως συνήθιζαν στον τόπο ετούτο, επέστρεψε στον πύργο της. Όχι, δεν ήταν πριγκίπισσα. Η ζωή και οι συνήθειές της, απείχαν πολύ από τον χαρακτηρισμό αυτόν. Η καθημερινότητα της Όλγας, αποτελούνταν από μια γριά μάνα, από μια θεία, λίγες φίλες κι έναν παράλυτο αδελφό, έναν «κακογραμμένο».
Αυτό που έλειπε από τη ζωή της, ήταν ο πατέρας. Η ισχυρή αυτή φιγούρα που, ειδικά στη Μάνη, έλεγχε και ρύθμιζε τις δουλειές του σπιτικού και των μελών του. Στο σπιτικό ωστόσο της Όλγας, τον ρόλο αυτόν τον είχε εξολοκλήρου αναλάβει η γριά Σαββίνα.
Όλα ξεκίνησαν το έτος 1897, όταν οι Μιχαλιτσιάνος και Τρικούτελος, συνήψαν μια σύμβαση δανείου. Ο Μιχαλιτσιάνος, ως δανειολήπτης, υπέγραψε ενώπιον συμβολαιογράφου, εκτός από το δανεισμό των γροσιών και τη γνωστή σε όλους, ρήτρα αίματος: αυτός που έχει λάβει το δάνειο δεν το αποπληρώσει με τους τόκους και στην ώρα του, χάνει τη ζωή του, ειδάλλως θυσιάζονται τα αρσενικά αγόρια της οικογένειας.
Ο όρος αυτός που κανέναν και ποτέ δεν παραξένεψε σε τούτο τον τόπο, έμελε να καθορίσει τις ζωές πολλών ανθρώπων και κυρίως της Όλγας που, χρόνια μετά, ορκιζόταν στη μάνα και στο όπλο του πατέρα της, εκδίκηση.
Όταν ο καιρός της αποπληρωμής παρήλθε και το χρέος είχε διογκωθεί, ο Μιχάλης, μη δυνάμενος να ανταποκριθεί, ένιωσε αυτό που κάποτε χύθηκε σα μελάνι στο χαρτί, να γίνεται αίμα. Αίμα ζεστό, βιαστικό κι ορμητικό, να βγαίνει από τη σάρκα του την ίδια, να ξεφεύγει από τους πόρους του σώματός του και να καταλήγει μπρος στην είσοδο του πύργου του, ενώ μέσα γεννιόταν το παιδί του. Αυτό που εν τέλει επωμίστηκε το μεγάλο χρέος.
Με το κορίτσι στο ένα στήθος και με το πένθος στο άλλο, η Σαββίνα, έμεινε μετέωρη. Δυο παιδιά να αναθρέψει κι ένας άντρας στο χώμα. Μια τιμή κατακρεουργημένη κι ένα σπιτικό που έπρεπε να επιβιώσει. Μια κουνιάδα προδομένη να την στηρίζει και οι υπαίτιοι να πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλον από το πρόσωπο της γης και τα μανιάτικα εδάφη, με την εκδίκηση μέρα τη μέρα να οργιάζει, ψάχνοντας σε ποιόν θα ξεσπάσει. Ένας τόπος σκληρός και μαύρος όπως τα βράχια που τον στόλιζαν. Αυτά ήταν τα δεδομένα με τα οποία συνεχίστηκαν οι ζωές όλων.
Όταν ο μοναδικός απόγονος των Τρικούτελων πάτησε ξανά τα μανιάτικα αυτά εδάφη, όλα αυτά τα θεωρούσε παιδαριώδη και κουτά. Ρίχτηκε στο κυνήγι του έρωτα της απογόνου των Μιχαλιτσιάνων, έτσι, ανεύθυνα και αψήφιστα.
Κι όταν αυτός ο ίδιος αποκάλυψε στην Όλγα ποιος ήταν, όταν της γκρέμισε το όνειρο πως ήταν ένα πλάσμα απόκοσμο και ονειρικό, ο έρωτας που σιγόκαιγε στα στήθη της κοπέλας, έσβησε. Ή , εν πάει περιπτώσει έτσι νόμιζε. Τον έσβησε ο ξανθός νέος, με νερό θαλασσινό, φαρμάκι πικρό κι αλμυρό. Όπως τα επικίνδυνα νερά του τόπου τούτου, εκείνα που χρόνια και χρόνια γεννούσαν κι έθρεφαν τους κουρσάρους.
Του γύρισε και κείνη την καλοσμιλεμένη πλάτη της, αφού του φανέρωσε πως αυτό που αντίκριζε εμπρός του, ήταν η δυστυχία, εκείνη που πήρε σάρκα και οστά, το βράδυ που ο πατέρας του έγινε φονιάς.
Μα, το γάλα το πικρό του χρέους και της εκδίκησης που βύζαξε η Όλγα, δεν στάθηκε ικανό να απαλείψει τον έρωτα που ανάβλυζε σιγά και σταθερά από τα σωθικά της. Λες και από τη μέρα που τον πρωτόδε, ξέρασε όλο το γάλα που την τάισε η μάνα της κι ο κόσμος του γδικιωμού.
Κι ο Τζανέτος, έμπειρος, μορφωμένος και γοητευτικός, βρήκε στη στιβαρή Μανιάτισσα το πάθος που χρόνια και χρόνια δεν θα έφταναν να το γευτεί με άλλες γυναίκες. Τον λόγο του και τον έρωτα που νόμιζε πως είχε για μιαν άλλη κοπέλα, αποφάσισε να τον πάρει πίσω. Τώρα πια, είχε βρει το πάθος και άρχισε να το κυνηγά. Όπως οι μέλισσες που φώλιαζαν στο καράβι του παππού του, κυνηγούν τη γύρη στους ανθούς.
Το αλάτι, νοστημεύει τα φαγητά, βασανίζει τα πληγιασμένα κορμιά και ανυψώνει στις θάλασσες τα σώματα που έρχονται σε επαφή και αφήνονται σε αυτό. Έτσι συνέβη και με τους ερωτευμένους νέους. Με αφορμή το παντοδύναμο αυτό υλικό, τα στόματα που άλλοτε μιλούσαν κι άλλοτε κατάπιναν τους πόθους, ενώθηκαν, μπλέχτηκαν κι οδήγησαν τις δυο καρδιές στην ανύψωση, ακόμη κι αν αυτή κράτησε για τόσο λίγο.
Τέλη Σεπτέμβρη κι όλοι με κάτι πάλευαν. Η Όλγα να κατευνάσει τον πόθο που της έκαιγε το μέσα, ο Τζανέτος να βρει μια λύση σε όλο αυτό το κυνήγι μαγισσών που θεωρούσε χαζό, ενώ παράλληλα ανακάλυπτε άγνωστες πτυχές της ζωής του πρώτου υπαίτιου, του παππού του. Η γριά Σαββίνα, πάλευε να φέρει στα νερά της την κόρη της, να της θυμίζει το χρέος στον σκοτωμένο πατέρα. Τέλη Σεπτέμβρη και όλοι πάλευαν με κάτι. Ενώ οι ελιές κείτονταν υπομονετικά στο χώμα.
Η Μάνη, τόπος μυστηριακός κι ίσως τρομακτικός από την τόση ομορφιά κι αγριότητα της φύσης, ήταν σαν να γεννούσε από μόνη της τα πάθη. Κι ας προσπαθούσε έπειτα η ίδια, με τα χέρια της να τα πνίξει. Το παραμύθι που γέννησε ανάμεσα στα δυο παιδιά αυτά, μόνο της η μανιάτικη γη τα περίθαλψε, τα φώλιασε μέσα στα έγκατά της. Στη σπηλιά που δόθηκαν ο ένας στον άλλον, ανήμποροι πλέον να αντισταθούν, ανίκανοι να αποκολλήσουν τα κορμιά τους, κανένας δε θα έριχνε φταίξιμο. Τι φταίνε οι σπηλιές αν τα πάθη που γεννά η γη είναι αδύνατο να τα χαλιναγωγήσεις; Πώς να μαρτυρήσουν οι σταλακτίτες το παράφορο ρεσιτάλ του έρωτα; Πώς να προδώσουν το θαύμα της φύσης;
Μα έξω από τις σπηλιές, η ζωή κυλούσε. Και με αυτήν μαζί, ο κλοιός έσφιγγε, σκοινί τυλιγμένο γύρω από τον τρυφερό λαιμό της Όλγας. Την πίεζε η μάνα της να πάρει αποφάσεις. Όχι μόνο θανατικού αλλά και γάμου. Ενός γάμου αγορασμένου, από προξενιό, χωρίς ίχνος έρωτα, αγάπης και τρυφερότητας.
Αισθανόταν η κοπέλα σαν τις ελιές που τις γυρνούν στο μύλο και λιώνουν. Απομυζούν τους χυμούς, τη φρεσκάδα και την όρεξη, την αφήνουν γυμνή, με τη σάρκα της μόνο, να κοιτά το φεγγάρι τα βράδια και να αναπολεί τη μυρωδιά του Τζανέτου.
Μόνο που αυτή η μυρωδιά, η φιγούρα που γυρνούσε κάτω από το παραθύρι της με το ποδήλατο, το χέρι που ζωγράφιζε το καράβι του παππού Τρικούτελου, γρήγορα πήρε το μαντάτο του αποχωρισμού. Κι αυτός ο αποχωρισμός δεν ήταν από γυναίκα, αυτή είχε από μέρες πάρει των οματιών της από τη Μάνη.
Ο χωρισμός αυτός ήταν γέννημα του πολέμου, της εκστρατείας, της Μικρασίας.
Ο χωρισμός ο άλλος, ο μεγαλύτερος και καθοριστικός, ήταν απότοκο ενός κόσμου. Ενός κόσμου που παρέπαιε μεταξύ ζωής και θανάτου. Μεταξύ αφής και διαφάνειας. Μεταξύ χρέους και συναισθήματος.
Στον σκληρό φλοιό του τόπου αυτού, εκτός από πέτρα και σκασμένο χώμα, κυκλοφορούσαν άνθρωποι πληγωμένοι ή άνθρωποι που πλήγωσαν. Υπαίτιοι κι αθώοι. Θύτες και θύματα.
Στην ευαίσθητη επιφάνεια του έρωτα αυτού, υπήρχαν μόνο έρωτας, πόθος και όνειρο.
Μα, η πραγματικότητα, οι σκληρές συνήθειες και προσταγές της, αν μπλεχτούν με τα στοιχειά και τους πεθαμένους που τα κόκαλά τους διψούν για εκδίκηση όπως για γάλα το βρέφος, φέρνουν αποτελέσματα τραγικά. Τραγωδίες από κείνες που το μίσος τυφλώνει, οι θεοί γελούν με το μέγεθος των ανθρώπων, τα έθιμα και οι περιορισμοί, οδηγούν νεαρές κοπέλες να θαφτούν ζωντανές σε τάφους.
Κάπως έτσι έφτασαν τα πράγματα στο τέλος. Η κορύφωση που πολλοί ποθούσαν, πολλοί βίωσαν και φοβήθηκαν, οι αποφάσεις που πάρθηκαν η μία μετά την άλλη, το αδιέξοδο που ποτέ δεν έπαψε να είναι παρόν.
Στον τόπο αυτόν, το Μεγάλο Αλγέρι , το μελάνι που έπεφτε στο κοντράτο, εύκολα γινόταν αίμα. Ώσπου να χαθεί μια γενιά, ώσπου τα μωρά να ορφανέψουν, ως να στιγματιστεί ο φονιάς, οι ζωές αλλάζουν και χρωματίζονται από τους φόρους αίματος.
Στον τόπο αυτόν, υπήρχε ένας μύθος. Ότι ο Μαυρομιχάλης, άρπαξε και παντρεύτηκε μιαν όμορφη κοπέλα που μια νύχτα τριγυρνούσε στα βράχια. Φήμες έλεγαν πως η κοπέλα αυτή ήταν πριγκίπισσα από τις βόρειες χώρες, την οποία παράτησε ο πατέρας της και βασιλιάς επειδή ήταν κωφάλαλη. Η κοπέλα αυτή, ήταν όμορφη σαν ξωτικό. Όμορφα σαν κι αυτήν ήταν και τα παιδιά του Μαυρομιχάλη κι όλοι οι απόγονοί του.
Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη που έκανε η Όλγα όταν κοίταξε τα μάτια του Τζανέτου. Αυτή ίσως να ήταν και η δική του σκέψη, αν γνώριζε τον μύθο, αν κατάφερνε να προσπεράσει όλα τα εμπόδια, όλες τις παρωχημένες απόψεις, όλους τους φόβους. Αν είχε έστω και μία ευκαιρία.
Να κλέψει τη νεράιδα από τα βράχια και να την κάνει δικιά του. Αυτοί οι δυο κι όλος ο κόσμος να γυρίζει γύρω τους, όπως βούιζαν οι μέλισσες μέσα στο πεθαμένο καράβι.-
Λίγα λόγια για την συγγραφέα…
H Kατερίνα Kαριζώνη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου φοίτησε στη Γερμανική Σχολή. Σπούδασε οικονομικά και είναι διδάκτορας των Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ. Εργάστηκε επί δεκαπέντε χρόνια στην Εθνική Τράπεζα. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιητικά βιβλία, ιστορικά λευκώματα και βιβλία για παιδιά.
Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά δημοσιεύοντας κριτικά σημειώματα, δοκίμια και λογοτεχνικά κείμενα. Το 1991 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου για το βιβλίο της “Χίλιες και μία νύχτες των Βαλκανίων”. Το 2009 απέσπασε το βραβείο του περιοδικού “Αυλαία” για το σύνολο του έργου της. Κείμενα και ποιήματά της μεταφράστηκαν στις βαλκανικές γλώσσες, στα γερμανικά, τα αγγλικά και τα πολωνικά. Ποιήματά της μελοποιήθηκαν από τον Μιχάλη Γρηγορίου και ερμηνεύτηκαν από τη Σαββίνα Γιαννάτου. Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.
*Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Γράφει η Βάσω Κωνσταντινίδου.
Γεννήθηκε και ζει στη Δράμα. Στην Κομοτηνή, σπούδασε Νομική. Ανάμεσα στις πολλές ώρες στα πολλά βιβλία και σημειώσεις για τη σχολή, έβρισκε χρόνο για να διαβάζει και τα άλλα, τα λογοτεχνικά. Αν ρωτήσει κανείς έναν φίλο της, θα την χαρακτηρίσει με δυο λέξεις: βιβλία και καφές.
Στο «Ολόγραμμα» παρουσιάζει – προτείνει βιβλία –όλων των ειδών- που αγαπά και θεωρεί άξια προσοχής.