«Λέγε»
«Να, κάποιες φορές δυσκολεύομαι»
«Τι σε δυσκολεύει;»
«Αυτό το φως, ας πούμε»
«Άστο αυτό, τι άλλο»
«Να, ο ίδιος ο κόσμος. Είναι λίγο παράλογος, δεν είναι; Για παράδειγμα, όταν ήμουν ακόμα πίσω, στην πατρίδα, ξέρετε τι δουλειά έκανα;»
«Τι;»
«Έπρεπε να διαχειρίζομαι τα social media μιας εταιρείας και, παράλληλα, είχα και τα δικά μου, ξέρετε, τότε ήμουν φωτογράφος, τώρα δεν ξέρω ποια είμαι. Δυσκολευόμουν πολύ»
«Γιατί;»
«Είναι παράξενο, παράλογο, απάνθρωπο, αισχρό να συμβαίνουν τόσα στον κόσμο, θάνατος, πόλεμοι, κάθε μέρα κι ένα νέο πολιτικό σκάνδαλο να αποκαλύπτεται, κάθε μέρα ο άνθρωπος να στερείται το δικαίωμα του να είναι άνθρωπος, κάθε μέρα να βάζει το κεφάλι του στην γκιλοτίνα στοιχηματίζοντας τη ζωή του, κάθε τόσο δυστυχήματα με ευθύνη του κράτους, κάθε τόσο μία αποκάλυψη για χυδαίες εξοπλιστικές δαπάνες (ανάμεσα στις οποίες το καινούριο ταγεράκι της τάδε υπουργού), ενώ τα συστήματα υγείας και παιδείας παραπαίουν, κι εγώ, κάθε μέρα, μα κάθε μέρα, να πρέπει να ανεβάζω μια δημοσίευση με το πόσο καλά είναι τα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας, πόσο καλά την περνούν οι εργαζόμενοι, πόσο σημαντικό στοιχείο για τις εταιρείες είναι το wellbeing των εργαζομένων τους, δημοσιεύσεις συμπληρωμένες από φατσούλες κι ευχαριστημένα πρόσωπα, αποτελέσματα μιας A.I. μηχανής παραγωγής εικόνων, κι έπειτα κι άλλες δημοσιεύσεις, στιγμιότυπα από την εταιρική καθημερινότητα, φωτογραφίες δικές μου, ανάμικτες με την τέχνη μου, ανάμικτες με τα συναισθήματα μου. Θυμάμαι μια μέρα, ήθελα να ανεβάσω μια φωτογραφία υπέροχη στα μάτια μου, όμως συνέπιπτε με την επέτειο του φονικού ενός νεαρού από φασίστες. Και σκεφτόμουν, και σκέφτομαι, πώς εγώ, πώς μπορώ να αδιαφορώ για το γύρω μου, πώς μπορώ απλά να έχω μια δραστηριότητα, πώς μπορώ απλά να παράγω, παίζοντας μαλακία με την εγκλεισμένη ατομικότητα μου, πώς γίνεται να ζήσω σε έναν τόσο αισχρό κόσμο, πώς γίνεται να είμαι μέρος του. Αλλά οι μέρες περνούσαν κι εγώ ευθυγραμμιζόμουν, νιώθοντας ότι δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά»
«Τι μαλακίες είναι αυτές; Είσαι φτιαγμένη;»
«Τι;»
«Τι μαλακίες είναι αυτές! Θα μας πεις τι σε δυσκολεύει τώρα;»
«Εσείς»
«Γιατί;»
«Γιατί μου ζητάτε να έχω ένα χαρτί, το οποίο δεν θα γινόταν ποτέ να έχω, εκτός…»
«Εκτός;»
«Εκτός αν είχα ακολουθήσει όλη τη οδύσσεια ενός λαθραίου»
«Και γιατί δεν το έκανες;»
«Ξεβράστηκα εδώ»
«Εμείς δεν φταίμε»
«Υπάρχει ένας καταυλισμός, το έχω ακούσει, αν με βοηθούσατε να φτάσω μέχρι εκεί!»
«Πρέπει να κάνεις κάτι για εμάς»
«Τι μπορώ να κάνω εγώ για εσάς;»
Δεν ήταν για απορία. Το κατάλαβε αμέσως μόλις οι δυο τους σηκώθηκαν όρθιοι και προχώρησαν προς το μέρος της. Ήξερε ότι ήταν ένα πικρό ποτό που θα έπρεπε να πιει, αν ήθελε να εκμαιεύσει την ανθρωπιά τους. Την ποια; Ξέχασε. Στα σκουπίδια δεν εντοπίζεται ανθρωπιά. Γι’ αυτό και δεν αξίζει να δίνει σημασία στα σκουπίδια, παρά μόνο να τα καθαρίζει, όταν και όποτε βρεθεί η ευκαιρία. Μέχρι τότε, θα δεχόταν τα γλοιώδη μουγκρητά τους. Για μια στιγμή, μάλιστα, θα χαμογελούσε αναλογιζόμενη την ειρωνεία του γεγονότος ότι την ίδια στιγμή του βιασμού της αμέτρητοι άνθρωποι ανέβαζαν αυτοβούλως στιγμές της αβίαστης, στυγνής καθημερινότητας τους στο διαδίκτυο, απόλυτα πεπεισμένοι για την αξία του ό,τι δημοσιεύεται, από ένα κείμενο, μία είδηση, μέχρι δύο πρησμένα βυζιά ή έναν καλοσχηματισμένο/τοποθετημένο πούτσο να διαγράφεται κάτω από ένα σφιχτό εσώρουχο ενός σφιχτού σώματος. Ο ναρκισσισμός είναι προνόμιο λίγων. Η ασυνειδησία όλων.
Γεννήθηκε το 1992 στην Πτολεμαΐδα. Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στην Θεσσαλονίκη, όπου και συνεχίζει τις σπουδές του ως υποψήφιος διδάκτορας Ιατρικής στο ερευνητικό πεδίο της Ιατρικής Πληροφορικής. Γράφει ενεργά τα τελευταία 12 χρόνια ως αποτέλεσμα της συνεχούς ενασχόλησης του με τη λογοτεχνία, την ποίηση και την φιλοσοφία. Αγαπάει ό,τι έχει να κάνει με τέχνη και κυρίως με τον γραπτό λόγο. Αντιπαθεί τη μετριότητα και το ίδιο. Αγαπάει τον «Άλλο» κι ό, τι συνεπάγεται η παρουσία του. Αγαπάει τον κόσμο και τη δυναμική του να πλάθει νησίδες ομορφιάς. Ενθουσιάζεται με την παραδοξότητα της ύπαρξης και τη μεταβολική της ροή.
Χαρακτηριστικό της γραφής του είναι το ποιητικό στοιχείο, σε μια προσπάθεια προσέγγισης της μορφικής πληρότητας του πεζού από τη μία και νοηματικής πληρότητας της ποίησης από την άλλη. Επίσης, τα κείμενα του είναι εμποτισμένα με προβληματισμούς πολιτικής και υπαρξιακής φύσης, ενώ χαρακτηριστική είναι η σχεδόν μόνιμη επιλογή του να απουσιάζουν ονόματα και εξαντλητικές περιγραφές χωροχρονικών πλαισίων (το αντίθετο μάλλον ισχύει). Ο σκοπός της δραστηριότητας του έχει παραμείνει ίδιος με το πέρασμα του χρόνου: να συμβάλλει με κάποιον τρόπο στην τέχνη του λόγου και της ποίησης, αλλά και στην κοινωνική ζύμωση με την αποτύπωση προβληματισμών και ζητημάτων που ταλανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο και με τον επιτονισμό της αναγκαιότητας για ανεύρεση νέων κινήτρων ενατένισης του μέλλοντος και επανεπινόησης του δημόσιου χώρου.