«Ρε συ, δεν ξέρω πώς με βλέπουν οι άλλοι. Καταλαβαίνεις. Τι είμαι, ποιος είμαι. Είμαι περισσότερο αυτό που νομίζω ότι βλέπουν οι άλλοι σε μένα ή είμαι περισσότερο αυτό που είμαι; Παράξενα περιπλεγμένο το πόρισμα. Αναπόφευκτη η επιρροή του Άλλου στις χαμηλές πτήσεις της συνείδησης. Ο σύγχρονος κόσμος σχεδιάζει το πρότυπο της ατσαλένιας προσωπικότητας: όσο περισσότερο καυλώνεις με τον εαυτό σου και τον παίζεις μαζί του, τόσο το καλύτερο, έτοιμο γρανάζι να κολλήσει στις μηχανές του. Δεν μπορώ, ποτέ δεν μπορούσα. Υπάρχω ανάμεσα σε άλλους, με συγκλονίζει ο Άλλος, κυρίως το συναίσθημα που προβάλλει, κυρίως ο πόνος του, η αδικία που βιώνει. Δεν είχα εγγεγραμμένη την ικανότητα να μπορώ να αναπαράγω ό, τι περιμένουν από εμένα, ό, τι ευχαριστεί και δυσαρεστεί τους περισσότερους. Ε τι να κάνεις, ζήσε μ’ αυτό. Λίγο πολύ, όλοι τον παίζουμε με τον εαυτό μας. Νιώθω άσχημα που είμαι σχετικά προνομιούχος, που μπορώ να ζω κάπως άνετα. Τα μικροαστικά μου σύνδρομα με ακολουθούν, όπως και οι απόπειρες να ελευθερωθώ απ’ αυτά. Νιώθω άσχημα που είμαι κάπως τυχερός στη ζωή μου. Δουλίτσα σχετικά καλή, σπουδές σχετικά καλές, φιλίες σχετικά καλές, ερωτικά σχετικά καλά, μετριότητα σχετικά καλή, ξαφνικά νιώθω σαν να περιγράφω την τύχη του ζωδίου μου για τον τρέχοντα μήνα, μήνας πολύ σημαντικός, καθώς μια τυχαία πετρούλα πέρασε ξυστά από τον Άρη κι αυτό θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στον τρόπο που θα ανοιγοκλείσει τα μάτια του ένας βάτραχος στον Αμαζόνιο. Ανισοβαρείς κοινωνικές σχέσεις, ανισοβαρείς βιωμένες πραγματικότητες. Ίσως να παλεύω γι’ αυτό. Οι λέξεις λυτρώνουν την αγωνία μου να εκφραστώ. Πνίγομαι από τη μετριότητα που με περικυκλώνει και με αφομοιώνει. Έχοντας πλήρη και πικρή επίγνωση της μετριότητας μου, προχωρώ. Ίσως να παλεύω γι’ αυτό. Να ένα χαρακτηριστικό μου σταθερό, ονειροπόληση. Παλεύω να ανασηκώσω την πραγματικότητα ώστε να έρθει σε επίπεδο που να μπορεί να δει το καλύτερο. Το καλύτερο είναι εκεί ρε, είναι εκεί, πάνω από τη μετριότητα, πάνω από την μικροπρέπεια, τη μιζέρια, τη μισαλλοδοξία, τον συνεχή ανταγωνισμό, το φθονερό βλέμμα, την αναστολή της ικανότητας του να είσαι άνθρωπος. Το καλύτερο είναι εκεί ρε. Μόνο εγώ το βλέπω; Πολλοί το βλέπουν, με διαφορετικό τρόπο, πολλές φορές αντιδιαμετρικά διαφορετικό. Ο καθένας σίγουρος γι’ αυτό το πιστεύει. Ρε, στο λέω, ακόμα κι αυτά τα ανθρωπάρια που προχθές κυνήγησαν δυο παιδιά επειδή, τι, επειδή ήταν ομοφυλόφιλο ζευγάρι, ακόμα κι αυτοί έχουν μια δική τους εκδοχή για το καλύτερο. Πραγματικότητα ρευστή, σχετική, το όραμα έγινε κι αυτό σχετικό, συστηματοποιήθηκε. Κάτι δεν είναι σωστό. Κάτι πολεμά το αύριο. Ας είναι. Ίσως να παλεύω γι’ αυτό. Παλεύω για να ξεχάσω την αδυναμία της μικροαστικότητας μου ή να την υπερβώ. Χορεύοντας στην μικροαστική μου σαλοκουζίνα, αναρωτιέμαι πόσο θα κοστολογούν κάποτε οι ειδικοί τις λέξεις μου. Τι ώρα πήγε; Πότε έφτασα τόσο χρονών. Κι ακόμα συνεχίζω την ανόητη ρομαντικότητα μου; Ακόμα συνεχίζω να πιστεύω ότι το όραμα θα επανέλθει και θα γίνει κινητήριος δύναμη των ανθρώπων μου; Ακόμα πιστεύω ότι θα διαλυθούν οι ανισότητες και οι αδικίες; Ε ναι. Με μια λέξη: πιστεύω στο αύριο, στο καλύτερο. Τι ώρα πήγε; Πρέπει να ετοιμάζομαι. Θα κατέβω και σήμερα. Θα περπατήσω πλάι σε βλέμματα που φορές τα νιώθω να με αγγίζουν με σιχαμερό τρόπο. Θα περπατήσω πλάι και σε χαμόγελα που χαίρομαι ν’ αντικρίζω. Ανάμεσα στο πλήθος θα νιώσω μια δυναμική ανομολόγητη, μα μόνο για λίγες στιγμές. Στο πέρας του δρόμου πάλι θα αναρωτηθώ: τι γίνεται, για που οδεύσαμε, τι διεκδικούμε; Θα παραδεχτώ ότι καταλαβαίνω λίγα από τον τρόπο που δουλεύει ο άνθρωπος και ο κόσμος και θα ξαναγυρίσω στα δικά μου, στο πόσο καλά ή κακά αποτελέσματα θα παρουσιάσω στο τάδε αφεντικό, πόσο βολική ή άβολη είναι η καρέκλα μου στη δουλειά, που θα πάω ή που δεν θα πάω για διακοπές, αν έχω λεφτά να βάλω στην άκρη για ένα αυτοκινητάκι (ε όλοι έχουμε, όλοι χρειαζόμαστε), αν έχω χρόνο και διάθεση να κυνηγήσω εμπειρίες που απαιτούν μια παράδοξα συλλογική ατομικότητα (πόσο με συγκλονίζεις ρε κόσμε), αν είμαι αρεστός, αν αύριο θα υπάρχω ή κάτι θα με κόψει, τι εξασφαλίζει τελικά την ευτυχία και τι τη ζωή. Αναζητώντας το όραμα, θα πιώ έναν καφέ συντροφιά με φίλους και φίλες κι ίσως μελαγχολήσουμε σιωπηρά, ο καθένας μόνος του, για την εκφυλισμένη, άνοστη επαναστατικότητα μας. Ξεκινάμε από τα βασικά. Ξεκινάμε από την συνύπαρξη. Τι ώρα πήγε; Πρέπει να φεύγω. Ρε συ, σ’ ευχαριστώ που μ’ άκουσες και σήμερα. Τι κι αν δεν έχεις τίποτα να μου πεις. Αύριο ίσως έχεις. Μην ξεχάσω να προσθέσω ημερομηνία.
Ημερολόγιο, τάδε του μηνός, έτος τάδε.
Υ.Γ. Αναζητώντας το όραμα. Παρελαύνοντας για να εορταστεί ένα από τα συλλογικά μυθεύματα. Ίδε ο άνθρωπος. Μην ξεχάσω να ζητωκραυγάσω για τις ψευδαισθήσεις μας».
Γεννήθηκε το 1992 στην Πτολεμαΐδα. Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στην Θεσσαλονίκη, όπου και συνεχίζει τις σπουδές του ως υποψήφιος διδάκτορας Ιατρικής στο ερευνητικό πεδίο της Ιατρικής Πληροφορικής. Γράφει ενεργά τα τελευταία 12 χρόνια ως αποτέλεσμα της συνεχούς ενασχόλησης του με τη λογοτεχνία, την ποίηση και την φιλοσοφία. Αγαπάει ό,τι έχει να κάνει με τέχνη και κυρίως με τον γραπτό λόγο. Αντιπαθεί τη μετριότητα και το ίδιο. Αγαπάει τον «Άλλο» κι ό, τι συνεπάγεται η παρουσία του. Αγαπάει τον κόσμο και τη δυναμική του να πλάθει νησίδες ομορφιάς. Ενθουσιάζεται με την παραδοξότητα της ύπαρξης και τη μεταβολική της ροή.
Χαρακτηριστικό της γραφής του είναι το ποιητικό στοιχείο, σε μια προσπάθεια προσέγγισης της μορφικής πληρότητας του πεζού από τη μία και νοηματικής πληρότητας της ποίησης από την άλλη. Επίσης, τα κείμενα του είναι εμποτισμένα με προβληματισμούς πολιτικής και υπαρξιακής φύσης, ενώ χαρακτηριστική είναι η σχεδόν μόνιμη επιλογή του να απουσιάζουν ονόματα και εξαντλητικές περιγραφές χωροχρονικών πλαισίων (το αντίθετο μάλλον ισχύει). Ο σκοπός της δραστηριότητας του έχει παραμείνει ίδιος με το πέρασμα του χρόνου: να συμβάλλει με κάποιον τρόπο στην τέχνη του λόγου και της ποίησης, αλλά και στην κοινωνική ζύμωση με την αποτύπωση προβληματισμών και ζητημάτων που ταλανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο και με τον επιτονισμό της αναγκαιότητας για ανεύρεση νέων κινήτρων ενατένισης του μέλλοντος και επανεπινόησης του δημόσιου χώρου.