Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή.

Σε περιέχω όπως τ’ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι.

Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει

μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτη.

Σ’ αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθρόδερμος

κολλάει το αυτί του χάμω, για ν’ ακούσει

Τον καλπασμό του αλόγου.

 

(Έρως μελαχρινός)

 

Δεν ήτανε ανάγκη βασίλισσα να με κάνεις του Περού.

Ανάγκη ήτανε να σκύψεις από πάνω μου, να δω στα μάτια σου

εκείνα τα δυο φωσάκια. Φωσάκια που λένε ότι είμαι

τ’ ονειρεμένο σου νησί στην Ωκεανία, ξωτικό, πρωτόγονο,

ηλιοπλημμυρισμένο, καθάρια γαλάζια τα νερά του,

κι οι βυθοί του ανθόσπαρτοι σαν το πιο γόνιμο χωράφι.

 

(Έρως μελαχρινός)

 

Σκέπτουμαι μια ζωή που θα ‘τανε βαριά σα σήμερα,

μονάχα αν έλειπες ταξίδι. Το πρωί σκέπτουμαι

τα μέλη σου σφιχτοδεμένα – εκεί κάπως εντοπίζω

την αγκαλιά σου. Το βράδυ βλέπω τα χείλια σου σαν

το δαγκωμένο φρούτο.

Έλα, η μέρα είναι τόσο ωραία – τα ποιήματα που

αγαπώ θέλω να τα ζήσω μαζί σου. Μπορούσα τόσα πράματα

να τα μετατρέψω σε χαρά και να σ’ τα δώσω.

Κάθε στιγμή μπορούσα να σου την κάνω μουσική

πρωτόγονη, γούνα μαλακιά, ζεστή, ηλεκτρισμένη, που

βουλιάζει βαθιά μέσα. Χορός τέλεια ελεύθερος, αντί από

μέλη να ‘χεις φτερά, και πάλι φτερά ονείρου. Ή μυρουδιές

—μήπως θέλεις μυρουδιές; Τότε θα ‘ναι μυρουδιές δροσερές,

σαν μικροί καταρράκτες όλο πολυτρίχι – ή σαν γιαλός

το πρωινό όπου βγαίνει και λιάζεται το φύκι, ο σταυρός,

ο αχινός – και το κύμα στην αμμουδιά δεν είναι σοβαρό,

μα παίζει. Πέρα βέβαια η θάλασσα έχει μιαν απαλή τραγικότητα.

 

(Έρως μελαχρινός)

 

Την πιο ηδονική αφή την έχει το σταφύλι το πρωί,

σαν είναι δροσερό και σκεπασμένο με κείνη την άχνη

τη λεπτή. Πιάνω την κοιλιά σου, με τα τρία μου δάχτυλα,

και μου γεννιέται πάλι η εικόνα της δροσιάς του αμπελιού.

 

(Έρως μελαχρινός)

 

Λες κι ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου,

τα χέρια σου δυο μικρά τρυφερά καβούρια.

 

(Έρως μελαχρινός)

 

Δεν θέλω ανεμώνες κόκκινες, μαβιές και άσπρες, θέλω

να χώσω τη μούρη μου μες στα μαλλιά σου, που ‘ναι

σα χόρτα στην άκρη του ποταμού.

 

(Έρως μελαχρινός)

 

Τα λουλούδια των δέντρων είναι τα πουλιά.

Το σιγανά κελάηδισμα της θάλασσας είναι η πτώση

της βροχής στο τελευταίο τεμπέλικο κύμα του ακρογιαλιού.

Τη μυρουδιά του ήλιου τη χύνει το σφαγμένο πεπόνι.

Η ποίησή μας είναι η ζωή.

 

(Έρως μελαχρινός – Μάης Ιούνης και Σεπτέμβρης)

 

Εθωρούσεν ο νιος πίσω απ’ την αγναντεύτρα κουρτίνα.

Επερίμεναν οι σπιλιάδες του Αυγούστου μες στους φουσκωμένους φλόκους.

Ένα αγιόκλημα εσκαρφάλωνε αναστενάζοντας και μοσχοβολώντας –

ίσαμε που έμπλεξε μες στο σύννεφο του δειλινού.

Τόσα δάση φλέγονται,

τόσα παγόβουνα λιώνουνε,

τόσες μανόλιες μας λιποθυμούν,

τόσοι κάμποι μας παιδεύουνε.

Εμείς ας σταθούμε γοργόνες, τα στήθια ξέσκεπα στον ήλιο

-η κεφαλή ριγμένη πίσω, τα μάτια στο κατάρτι.

Η θάλασσα είναι παντάνασσα – πλένει όλους τους καημούς μας.

 

(Έρως μελαχρινός – Μάης Ιούνης και Σεπτέμβρης)

 

Κάποτε ακουμπάμε τον εαυτό μας σαν ένα κουμπί γυμνό

επάνω σ’ ένα καθρέφτη, και την αυγή βρίσκουμε ένα χαμομήλι

μες στον ανοιξιάτικο κάμπο.

Κάποτε ακουγόμαστε σαν την πιο θριαμβευτική κραυγή ζώου,

κι όταν ξανασταθούμε ν’ ακούσουμε ο ήχος μας είναι

σκληρό γρατσούνισμα φτυαριού πάνω στον άγονο βράχο.

 

(Έρως μελαχρινός)

 

Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,

όλα τα μάτια, και τους καημούς, τα βράχια, τ’ ακρογιάλια,

τους αετούς, τη μουσική όλων των κλαριών, τον αφρό όλων

των κυμάτων.

Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,

όλους τους ασφοδέλους που φύτεψα στα βράχια, όλα μου

τα μεράκια, τα ντέρτια — το τσιφτετέλι και το ζεϊμπέκικο,

το κρεμεζί μου το μαντίλι και τις γαλάζιες μου τις χάντρες.

Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,

όλα μου τα κολύμπια στην Κινέτα, τον έρωτά μου με το φως

και τα βότσαλα, την αναπνοή μου όταν αγαπώ, το φόβο μου

όταν με διώχνουνε, την έξαρσή μου όταν θέλω, τη χαρά μου

όταν ζω.

Απλώνω την αγκαλιά μου και συνάζω,

όλες τις μέρες του χρόνου — δικές μου είναι, από τη μιαν

αυγή στην άλλη — με πλημμυρίζουνε ανοιξιάτικες ευωδίες,

ξεφάντωμα και κορεσμός του ήλιου.

 

(Έρως μελαχρινός)


*Τα ποιήματα προέρχονται από την έκδοση «Ποιήματα 1944-1985» εκδόσεις Ίκαρος 1989, Αθήνα.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροO Δημήτρης Αληθεινός στην Art Thessaloniki International Contemporary Art Fair με τη Roma Gallery
Επόμενο άρθροΑπόψε, Μαρία Χρονιάρη
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.