Ι.
Θα το πω σε όλους πως την δικιά σου φωνή
Κάποιος την χάραξε στον λάθος βράχο
Κι έδυσε μαζί με το τελευταίο δελφίνι
Στην σιωπή που άκουσα μαζί σου
Για τελευταία φορά
Σε εκείνη την φωνή ηχογράφησα για πάντα
Την φωνή σου
Την φωνή των άναρχων άστρων
Η σιωπή έκρυψε όλη την δικιά σου ομορφιά
Πια την προτιμώ για σύντροφο το βράδυ.
ΙΙ.
Τι ωραία, να είσαι σπάνια ύπαρξη
Να μπαίνεις σε όλες τις πόρτες μαζί με τον άνεμο
Να κλείνεις όλες τις ανάσες μέσα σου
και να τις δίνεις στον κόσμο σαν μυρωδιά λουλουδιών.
Μέσα σε γκρίζα κάστρα να έρχεσαι και να γκρεμίζεις
Τους τοίχους ολάκερους, και τις εσοχές από την θλίψη.
Μια μέρα θα φύγεις, και θα έρθεις εδώ
Και τότε θα μάθεις αναπάντεχα πως ήσουν πάντα μαζί μου.
ΙΙΙ.
Σε ένα φεγγάρι, κρύφτηκες νωχελικά.
Την μέρα που γεννήθηκες ξέφυγες
Από την φωλιά που λούζονταν τα άστρα
Κι έκτοτε η σελήνη κοιτάει τον κόσμο θλιμμένη
Περιμένοντας πως θα επιστρέψεις μαζί
Με τον μικρό σου πρίγκηπα
Ποιος να πει στην σελήνη πως –
Ο πρίγκηπας σου, δεν θα σε μοιραζόταν ποτέ
Ποιος θα πει στην σελήνη πως –
Την ξεπέρασες σε ομορφιά
Και κρύφτηκες από τον δικό της φθόνο
Ευτυχισμένη και ξέγνοιαστη
Με τον δικό σου μικρό πρίγκηπα.
ΙV.
Με κοίταξες ένα βράδυ φοβισμένη
Μου είπες τις σκέψεις τις ενδότερες
Πως ο κόσμος είναι άδικος, οδυνηρός, ψεύτης
Έκλαψες για λίγο, και σκέφτηκα πόσο –
Όμορφη ήσουν μέσα σε αυτήν την ώρα οδύνης
Έπειτα σου σκούπισα τα δάκρυα αυτά
Περιμένοντας να έρθουν και οι άλλες νεράιδες
Να σε παρηγορήσουν από την μικρή θλίψη
Κι αν δεν ήρθαν, ήξερα κατά βάθος πως –
Ήμουν εκεί, αρκετά τυχερός να είμαι –
Το δικό σου άσημο καταφύγιο
Ο δικός σου όμορφος φάρος για να επαναφέρω
Στο μικρό λιμάνι της ευτυχίας –
Μια ακόμα νηρηίδα.
V.
Ήσουν δίπλα μου πάντα
Τις ώρες που δεν ήσουν
Κι ας ήσουν μαζί μου πριν
Πριν μ’ αντικρίσει η ανάσα της μάνας
Σε βρήκα πριν βρω για πρώτη φορά –
Την θάλασσα, πριν τα πουλιά κελαηδήσουν –
Εύθυμα που συνάντησαν ηδονικά την άνοιξη
Έκλεισες σε όλα τα λόγια μου –
Όσες πράξεις θα κάνουν ποτέ –
Οι μικροί και οι χοντράνθρωποι
Για να βρουν μια ανάσα νοσταλγίας –
Αλλά μάταια.
Ήσουν η νοσταλγία
Πριν την πρώτη μου ανάμνηση.
Η πρώτη μου πράξη Αγάπης
Πριν από την πρώτη λέξη που άρθρωσα
Η Αγάπη πριν την Αγάπη.
VI.
Στο κρύο όλων των χειμώνων που έζησα
Αντιπαρέβαλα πάντα την ζεστή μορφή σου
Που άνθιζε σαν ηλιοστόλιστη μέρα τα πάντα –
Μέσα μου, κι ας ήμουν γεμάτος από γκριζόμαυρες –
Αναμνήσεις, ενθύμια τωρινά, μιας ζωής χωρίς εσένα.
Ευτύχησα να σε δω εκείνη την μέρα που –
Διήρκεσε όσο μια χιλιετηρίδα αστρικών ετών –
Μόνο για να σε συναντήσω, μόνο –
Για να σταθώ τυχερός και έγχρωμος
Στην παντελή έλλειψη χρωμάτων του υπόλοιπου βίου.
Δεν θα ζητούσα ποτέ τίποτα περισσότερο πριν –
Σε γνωρίσω από μιαν μικρή εντύπωση ανάμνησης από –
Εσένα. Και τώρα σε έχω δικιά μου. Βάφτισες τον ορισμό –
Της ευτυχίας, από τώρα και για τα αιώνια χρόνια ολόκληρων –
Ζωών, των ερωτευμένων που θα γεννηθούν σε αυτόν τον κόσμο.
VII.
Με αγάπησες και τελειώσαν οι πιθανότητες που είχαν
Οι άλλοι άνδρες να κερδίσουν κάτι από την τέλεια Γυναίκα
Αυτήν που πλάστηκε από τις στάχτες
Της τελευταίας Μούσας του Πικάσο,
Που σφυρηλατήθηκε στην γοητεία μιας τυχαίας Μέριλιν
Που άγγιξε τα χάδια όλων των έμορφων ματιών
Απ’ όλους τους άσημους, μπροστά της, Ζεν Πρεμιέ του 60′
Που μίλησε με τον θεό της τέχνης και τον έπεισε
Πως έπρεπε να γεννηθεί ένας Μότσαρτ, κι ένας Καραβάτζο.
Αυτήν την Γυναίκα έχασαν. Και κάθε πιθανότητα που είχαν –
Χαμένη, τους κόστισε μια ζωή γεμάτη από βαρετές και μουντές –
Γυναίκες, δίχως καμία πια σπιρτάδα, μα κυρίως δίχως την έξαψη-
Μιας μικρής ηδονικής στιγμής σε έκλαμψη των παλιών θαυμάτων.
Δίχως τον ανασασμό μιας άλλης εποχής που θα ξυπνούσε εκείνο –
Το υπέροχο πρωί, ένα μικρό και νωχελικό της χάδι.
Ναταλί την βάφτισα, εγώ ο ατελής ανήρ.
Ναταλί, όμορφο, ωραίο και ελεύθερο,
Κεραυνός και απάνεμη παραλία συνάμα
Ναταλί, κάτι από γυναίκα στην όψη
Κάτι από θεά στον ατέρμονο βυθό της.
Καρυοθραύστης και μυθική σφήκα κάθε –
Υποψίας θλίψεως, για τους αιώνες που θα έρθουν
Καμία λέξη δεν έμοιαζε αρκετή να την περιγράψει
Κι ας παραδέχομαι ότι αληθινά, μα μάταια προσπάθησα.
Ο Βαγγέλης Ρουσσάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κάρπαθο. Αποφοίτησε από το τμήμα ιστορίας και αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Αγάπησε από παιδί τη Λογοτεχνία, γιατί μέσα από εκείνην ξέφευγε από τον κόσμο που πολλές φορές επιβάλλεται στους ανθρώπους. Έκτοτε ανακάλυψε κι άλλες αγάπες. Όλες είχαν να κάνουν με μικρά – μικρά κομμάτια που κρύβονται μέσα σε ψυχές και περιμένουν να αναδυθούν. Πολλές από τις αγάπες του, τις εφηύρε γιατί ήταν εκείνες που χρειαζόταν, για να μην επιβιώνει μόνο. Τώρα, ξανά μαθαίνει να ψάχνει για χρώματα, και στιγμές και κομμάτια μικρά. Με την γνώση πως δεν θα τα βρει ποτέ όλα. Του αρκεί. Ταξιδεύει.