Ο Σεβάχ Θαλασσινός

tu autem eras interior intimo meo et superior summon meo
ΙΕΡΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ
«Εξομολογήσεις» βιβλ. τρίτο, VI.II

είν’ η ψυχή μου συχνά
ένα σοκάκι στη Μύκονο
σαν αρχινάη να βραδιάζη
και πιάνουν οι γυναίκες
και τοποθετούν ερωτικά
χάμω στο δρόμο
σε σχήματα γεωμετρικά
μονότονα
όλο μπλε γυαλιά
– μπλε ποτήρια
μπλε καράφες
πόθους μπλε
βιολιά
λουλούδια
χαλίκια
όλα
από μπλε γυαλί –

μακριά απ’ τον ήλιο
πάνω στο χώμα
στο δρόμο
απ’ όπου πέρασ’ ο ήλιος
και δεν πρόκειται
– άλλωστε –
να ξαναπεράση πια
τότες είν’ ακριβώς
η ώρα
όπου κι’ εγώ
περνώ απαλά το χέρι
στη βάση του κρανίου μου
και το βυθίζω απότομα
– βαθιά –
μέσ’ στο κεφάλι μου
και τραβώ έξω
το μυαλό μου
και στίβω ήρεμα
τη φαιά μου
ουσία

ανάμεσα
στα δάχτυλά μου
κι’ όταν όλα
τα υγρά
χυθούν

– χωρίς φωνές –
καταγής
μνήσκει μονάχα
μέσα στην απαλάμη μου
– και ζει –
ένα μικρό λουλούδι
που το ζητούσα
από παιδί
και που μου χαϊδεύει το μέτωπο
με τα λευκά του
χέρια
και μου μιλεί στοργικά
και μου
λέει

για τα όνειρα
που σφυρούν τη νύχτα

τόσο ήρεμα
τόσο πονετικά
– σα δάχτυλα
σα δάκρυα –
μέσα στα ερείπια
της
Παλμύρας

μέσα στα
νεκρά παλάτια
της Βαβυλώνας
και μου λέει ακόμα
και για τη ζωή
που ζω
ήσυχα
ήρεμα
μέσα στο μεγάλο
έρημο σπίτι
– όλο από μπλε γυαλί –
εκεί όπου ζουν
μόνο τα πουλιά
ολομόναχος
ακίνητος
μέσα στα ηλεκτροφόρα
σύρματα
της κοιλιάς ΤΗΣ
κι’ ενώ μαίνεται γύρω μου η καταγίδα
και σκεπάζει
το κατάστρωμα
του έρμου
καραβιού μου
η αγριεμένη
θάλασσα
με τα πόδια
γυμνά
σκαρφαλώνω
στο πιο ψηλό κατάρτι
μέσα στα χέρια
ένα ποτήρι
από μπλε γυαλί
– αυτά τα χέρια
το μέτωπό μου
που δεν το καιν
τ’ αστροπελέκια
κι’ οι αετοί –
κι’ είναι το μπλε το γυάλινο
ποτήρι
αυτό ακριβώς
όπου έχω βάλει μέσα
τα δυό μου χέρια
τα υγρά
που έπεσαν
από
τα δάχτυλά μου

το μικρό
άσπρο

λουλούδι
κι’ ακόμα ένα μακρύ
γυαλί
μπλε
ή ροζ
– δε θυμάμαι –
όπου είναι
απλούστατα

ΑΥΤΗ
……………
κι’ οι φωνές
ταράζουν
τη νύχτα
σα φωνές
σαν άγρια

μονωδία
με γυναικείες κραυγές
τη συνοδεία
– βέβαια –
πιάνου
βιολιού
ή και πλαγιαύλου
ακόμη

Από την ποιητική συλλογή “Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής” (1939)
Νίκου Εγγονόπουλου Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1977.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροΈνας δρόμος δίχως εσένα, Muhammad-Hesham
Επόμενο άρθροΗ φυλακή, Κώστας Μόντης
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.