Αθεράπευτα ρομαντικός, ήρεμος, αφοσιωμένος στην τέχνη του ακόμα και στους πιο χαλεπούς καιρούς της ζωής του. Ο Κλωντ Μονέ δεν ήταν παρά ένα μάτι, αλλά τί μάτι, κάνοντας μια προσπάθεια να μεταφέρουμε τα λόγια του Σεζάν. Ένα μάτι διορατικό, έμφυτα ρομαντικό, που έβλεπε πέρα από τα τοπία και τα χρώματα, και αποτύπωνε ακόμη και την ομίχλη με μόνο εργαλείο του ένα πολύχρωμο πινέλο.

Ζωγράφισε την φύση με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε φορά που κοιτάζεις έναν πίνακά του να νιώθεις ότι ζωντανεύει μπροστά στα μάτια σου. Σαν τα νούφαρα να πάλλονται απαλά μέσα σε κάποια ήρεμη λίμνη στην εξοχική Γαλλία και η θάλασσα με το απέραντο πράσινο να συνυπάρχουν αρμονικά στη σιωπή.

Τα πρώτα χρόνια

Ο Κλωντ Μονέ γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου του 1840 στο Παρίσι. Ήταν γιος του παντοπώλη Adolphe Monet και της Luise Justine Monet. Τα χρόνια της αθωότητάς του τα πέρασε δίπλα στη θάλασσα, στο προάστιο Sainte-Adresse στη Χάβρη, όπου γεννήθηκε και η αγάπη του για το τοπίο, το οποίο κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον του καθ’ όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του διαδρομής και αναζήτησης.

Παρόλο που η φύση, αγροτική και θαλασσινή, γοήτευσαν από νωρίς τον Μονέ, τα πρώτα του έργα ήταν καρικατούρες, σε κάρβουνο, σε ηλικία μόλις 15 ετών.

Πρώτος «πνευματικός του πατέρας» υπήρξε ο Μπουντέν, ο οποίος τον μύησε στη ζωγραφική τοπίων στο ύπαιθρο, το 1856. Μέντορας με όλη τη σημασία της λέξης για τον νεαρό τότε Κλωντ, καθώς δεν ήταν μόνο σημαντικός δάσκαλος για εκείνον αλλά και φίλος, αντάλλασσαν απόψεις για τα καλλιτεχνικά θέματα, γεγονός που του έδωσε αστείρευτη έμπνευση.

Οι φιλίες του ήδη από τα νεανικά του χρόνια διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο τόσο στο καλλιτεχνικό, εικαστικό του πεδίο, όσο και στην ζωή του. Ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία ο Μονέ εξακολουθούσε να δείχνει την ίδια αφοσίωση προς τους συνοδοιπόρους του της ομάδας των ιμπρεσιονιστών, οι οποίοι τον έβλεπαν ως σημείο αναφοράς.

Αποφασιστικός και κατασταλαγμένος από πάντα, αποφάσισε να μην φοιτήσει στη σχολή Καλών Τεχνών αλλά σε ιδιωτική, πλάι σε συναδέλφους του που θα μοιράζονταν κοινές απόψεις.

Η λιμνούλα με τα νούφαρα (λευκά νούφαρα), 1899, ελαιογραφία σε μουσαμά, Μόσχα, Μουσείο Πούσκιν.

Την ίδια περίοδο, βάλθηκε να επισκέπτεται ατελιέ καλλιτεχνών, αλλά και την «ελεύθερη ακαδημία» Suisse, όπου συνάντησε καλλιτέχνες όπως ο Ντελακρουά, ο Κουρμπέ και ο Πισαρό, ενώ παράλληλα σύχναζε στην «Brasserie des Martyrs» μέρος που συναντήθηκε με σημαντικές μορφές του πνεύματος, όπως ήταν ο Μπωντλέρ.

Στην Πόλη του Φωτός φοίτησε στο εργαστήρι του Σαρλ Γκλερ, όπου γνώρισε καλλιτέχνες όπως, ο Ρενουάρ, ο Μπαζίγ και ο Σισλέ.

 

 

Ο δρόμος της τέχνης

Ο Μονέ ορμώμενος από το έργο του Εντουάρ Μανέ Γεύμα στη χλόη, το οποίο είχε δει στο Σαλόνι των Απορριφθέντων το 1863, αποφάσισε να ζωγραφίσει ένα έργο με το ίδιο θέμα. Το δικό του Γεύμα στη χλόη, απεικονίζει την τότε σύντροφό του Καμίγ, τον Μπαζίγ και ίσως τον Κουρμπέ. Η φιλοδοξία και το όραμα του ζωγράφου φάνηκε από τότε, καθώς πρόκειται για έναν πίνακα διαστάσεων 3×6 περίπου μέτρα.

Αργότερα θα ζωγραφίσει τους πίνακές του Πρωινό με κλαίουσες ιτιές και αντανακλάσεις, οι οποίοι αποτελούνται από δεκαέξι πίνακες, μήκους τουλάχιστον τεσσάρων μέτρων ο καθένας που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στο Μουσείο της Ορανζερί. Είναι τοποθετημένοι ο ένας δίπλας στον άλλον, ημικυκλικά και αγκαλιάζουν όλο τον χώρο, δίχως να διακρίνεται το τέλος και η αρχή.

 

Βεράντα στο Sainte-Adresse, 1867, λάδι σε καμβά, Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης

Οι επιδράσεις του Μονέ πολλές, αγγίζουν τα σύνορα της Άπω Ανατολής, η οποία άσκησε μέγιστη επιρροή σε πολλούς Γάλλους ζωγράφους της εποχής εκείνης. Παράδειγμα αποτελεί ο πίνακάς του, Βεράντα στο SainteAdresse, που σήμερα βρίσκεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και ο ίδιος χαρακτήρισε ως «κινέζικο πίνακα με σημαίες».

Ο ζωγράφος έμαθε από την ιαπωνική κουλτούρα και τέχνη να απεικονίζει το εκάστοτε θέμα από ψηλά και να αποτυπώνει διαφορετικές οπτικές γωνίες στη ζωγραφική του, να χρησιμοποιεί την ατμοσφαιρική προοπτική, με στόχο να τονίσει το συναίσθημα που μπορεί να προκαλέσει μια εικόνα της μητέρας γης.

Προσωπική ζωή

Το 1870 παντρεύεται την Καμίγ και εγκαθίστανται στην Τρουβίλ, στις ακτές της Νορμανδίας, μέρος που γέννησε την έμπνευση για τον πίνακα Hotel des Roches Noires, οπτική που είχε υιοθετήσει και στη Βεράντα στο Sainte-Adresse.

Με το ξέσπασμα του Γάλλο-Πρωσικού πολέμου, το ζευγάρι κατέφυγε στο Λονδίνο, όπου ο Μονέ συνάντησε σημαντικές προσωπικότητες της ζωγραφικής,  όπως τον Πισαρό, τον Ντωμπινύ και τον Πωλ Ντυράν-Ρυέλ. Τα επόμενα χρόνια, μετά την εγκατάσταση του ζευγαριού στο Αρζαντέιγ, λόγω του χαμού του καλού του φίλου Μπαζίγ, ο ζωγράφος θα ανακαλύψει την κλίση του στην γλαφυρή απεικόνιση του ουρανού και του νερού και των αντανακλάσεων που παράγει το φως, καθοριστική τεχνική για τη ζωγραφική του.

Παρά το γεγονός ότι το πινέλο του ωρίμαζε σταδιακά και ανακάλυπτε με τόλμη και προσήλωση την ζωγραφική του ταυτότητα, η περίοδος που πέρασε στο Αρζαντέιγ ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Τόσο τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε, όσο και η ασθένεια της Καμίγ, φαίνεται να σκέπαζαν τον φωτεινό καλλιτεχνικό του οίστρο με γκρίζα σύννεφα, έτοιμα να ξεσηκώσουν βροχή. Ο ίδιος ο Μονέ σε επιστολή του στις 30 Μαρτίου του 1878 γράφει: «Η γυναίκα μου μόλις γέννησε το δεύτερο παιδί μας. Είμαι απαρηγόρητος, γιατί δεν μπορώ να καλύψω τα έξοδα της ιατρικής φροντίδας που και οι δύο έχουν απόλυτη ανάγκη».

Οι χαλεποί καιροί συνεχίστηκαν ώσπου η Καμίγ σε ηλικία μόλις 32 ετών φεύγει από τη ζωή. Με τον θάνατό της ολοκληρώνεται μια σημαντική περίοδος για τον Μονέ και ανοίγει μια άλλη, πιο ώριμη και στωική.

Τα χρώματα σκουραίνουν, μια πιο απαισιόδοξη πλευρά του βγαίνει στο φως, ήδη πριν τον θάνατο της Καμίγ. Απομονώνεται στη Vetheuil, μια περίοδος που χρονολογείται ανάμεσα σε εκείνες του Αρζαντέιγ και του Ζιβερνύ. Εκείνη που διένυσε στο βόρειο γαλλικό διαμέρισμα, στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα, αποτέλεσε σημείο αναφοράς, καθώς τον οδήγησε στην πιο δημιουργική περίοδό του.

Βάρκα στο Ζιβερνύ, περ 1887, ελαιογραφία σε μουσαμά, Παρίσι Μουσείο Ορσέ.

Στο λεγόμενο Ζιβερνύ μετακόμισε γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα μαζί με τα δυο του παιδιά και τη νέα του σύντροφο Αλίς. Η ζωγραφική του εκεί βρήκε ξανά την αισιόδοξη νότα της αλλά και τον μοναδικό της χαρακτήρα, καθώς άνθισε και παράλληλα ωρίμασε σαν τα λουλούδια της άνοιξης.

Ακολούθησε η ώριμη περίοδος της τέχνης του, τα Νούφαρα εκτόξευσαν την φήμη του διεθνώς. Μάλιστα το 1909 παρουσίασε στην γκαλερί του Ντυράν-Ρυέλ έκθεση με πίνακες που είχε φιλοτεχνήσει μέχρι τότε. Η απήχηση που γνώρισε η έκθεση αυτή ήταν μεγάλη και ο ηλικιωμένος πλέον Μονέ χαιρόταν καταξίωσης και αναγνώρισης παγκοσμίως.

Τα τελευταία του νούφαρα, έργο που ακόμα και σήμερα συγκλονίζει και απορροφά όποιον το κοιτάζει, τα δούλεψε νικημένος από καταρράκτη. Η τεχνητή λίμνη με τα νούφαρα στον κήπο του στο Ζιβερνύ αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τον ζωγράφο, ο οποίος αποτύπωσε την γαλήνη τους στους περισσότερους πίνακες της ώριμης περιόδου του.

Άφησε την τελευταία του πνοή τον Δεκέμβριο του 1927 στο δικό του παράδεισο, στο Ζιβερνύ, σε ηλικία 86 ετών. Ο πιο αυστηρός του κριτής, ο εαυτός του, θεωρούσε την τελειότητα κάτι άπιαστο, κάτι θεϊκό και έφυγε από τη ζωή αγνοώντας πόσο είχε αλλάξει τη ματιά της τέχνης.

Μέσα στις υδάτινες, ονειρικές λίμνες με τα νούφαρα, κατάφερε να αγκαλιάσει όλο το σύμπαν και να καθρεπτίσει όλες τις αθέατες και ορατές πλευρές του κόσμου.

Το 1883, ο ποιητής Ζυλ Λαφόργκ έγραψε πως:  η ματιά του Ιμπρεσιονισμού είναι η πιο ριζοσπαστική που γνώρισε η ανθρωπότητα στην εξέλιξή της.

Ο Μονέ με τη γαλλική του αύρα αλλά και το αστείρευτο ταλέντο του ήταν ο πιο ποιητικός ζωγράφος που περπάτησε ποτέ στη γη, κρατώντας πάντα στο χέρι του το πιο ονειρικό πινέλο που χάριζε ομορφιά ακόμα και μέσα στην ασχήμια.

 

 

«Όσο περισσότερες εντυπώσεις αποκομίζω, τόσο δυσκολεύομαι να αποδώσω αυτό που αισθάνομαι. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι όποιος ισχυρίζεται πως έχει τελειώσει έναν πίνακα είναι μεγάλος εγωιστής»

Κλωντ Μονέ

 

 


*Γράφει η Δανάη Καλογερή.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροA Thousand Kisses Deep / Leonard Cohen
Επόμενο άρθροTα Εις Εαυτόν, Μάρκος Αυρήλιος
Γεννήθηκε ένα ανοιξιάτικο πρωινό του 2001 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στα Βόρεια Προάστεια απέναντι από ένα αθλητικό κέντρο μαζί με τους γονείς της , τη γιαγιά της και το σκύλο της, Φοίβο. Αποφοίτησε από Καλλιτεχνικό σχολείο και τον προηγούμενο Σεπτέμβριο ξεκίνησε να φοιτά στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών στην Αθήνα. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν φυσική εξέλιξη καθώς από τότε που θυμάται τον εαυτό της υποδυόταν ρόλους που έβλεπε σε ταινίες και σειρές και καθόταν άπειρες ώρες μπροστά από έναν καθρέφτη τραγουδώντας και χορεύοντας.