Ο Σαλβαδόρ Νταλί γεννήθηκε στις 11 Μαΐου του 1904 στη μικρή πόλη Φιγκέρας, στη βόρεια Καταλονία, κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία. Η περιπέτεια της ζωής του ξεκίνησε πριν ακόμη ανασάνει για πρώτη φορά στον κόσμο, καθώς οι γονείς του είχαν ήδη χάσει ένα παιδί από μηνιγγίτιδα, πριν τη γέννηση του Νταλί, όταν ήταν δύο ετών, ο οποίος λεγόταν επίσης Σαλβαδόρ. Μόνο από την «ανάθεση» του ονόματος στον νεογέννητο, μέλλοντα ζωγράφο, ήταν σαν να του προσέδωσαν το φορτίο να καλύψει το κενό που είχε αφήσει το πρώτο παιδί, γεμίζοντας τον με τύψεις και αθεράπευτα τραύματα, όπως είχε καταγράψει στα απομνημονεύματά του, καθώς είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι πολλοί από τους πίνακές του φέρουν παραμορφωμένες εικόνες των φόβων του, όπου οι ρίζες τους βρίσκονται στην παιδική του ηλικία.

Προερχόταν από μια εύπορη οικογένεια, η οποία άνηκε στην μεγαλοαστική τάξη, γεγονός που ευνόησε την καλλιέργεια και τη μόρφωσή του. Από τη μία μεριά ο πατέρας του ήταν συμβολαιογράφος, με μια έμφυτη αγάπη στις τέχνες και από την άλλη μεριά η μητέρα του ήταν καθολική, θρησκευόμενη και συντηρητική, η οποία πέθανε από καρκίνο όταν ο Νταλί ήταν μόλις δεκαεπτά ετών. Παρά την πρόωρη απώλεια που σημάδεψε τη ζωή του, ο Νταλί έζησε μια προνομιούχα παιδική ηλικία, με γονείς που ήταν πάντα ανοιχτοί και διαθέσιμοι να εκπληρώσουν κάθε του επιθυμία. Έτσι οι πρώτες του απόπειρες στο σχέδιο είχαν θετική ανταπόκριση όχι μόνο από το οικογενειακό του περιβάλλον, αλλά και από το φιλικό. Τον φιλικό του κύκλο συμπλήρωναν ο Petito Pichot, πολλοί μουσικοί, αλλά και η παρέα των γονιών του με τον Πάμπλο Πικάσο (Pablo Picasso).

Μέσα σε αυτό το βαθύτατα καλλιτεχνικό κλίμα η γεμάτη χρώματα φλέβα του Νταλί άρχισε να ξεχειλίζει ήδη από την ηλικία των 14 ετών, όταν άρχισε να φιλοτεχνεί τα πρώτα του έργα, τα οποία μαρτυρούσαν το ταλέντο και την ευαισθησία του. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει ένα έργο από κάρβουνο, το οποίο χρονολογείται το 1918 και απεικονίζει το Καδακές. Η έφεση του στη ζωγραφική ήταν αδιαμφισβήτητη παρόλο που οι βαθμοί του στο εν λόγο μάθημα δεν ήταν ιδιαίτερα καλοί, ωστόσο δεν ήταν ένα γεγονός που του έκοψε τα φτερά αλλά μάλλον το αντίθετο.

Το 1917 γράφετε στα μαθήματα σχεδίου του καθηγητή Juan Nunez στη Δημοτική Σχολή Χαρακτικής του Φιγκέρας και το 1919 ιδρύει μαζί με κάποιους συμμαθητές του ένα μικρό περιοδικό με κείμενα αφιερωμένα σε μεγάλους ζωγράφους, όπως ο Ντύρερ και ο Γκόγια. Παράλληλα αρχίζει να εκθέτει τα πρώτα του έργα στο Δημοτικό Θέατρο του Φιγκέρας, γεγονός που προοικονομεί μια λαμπρή πορεία στο μονοπάτι της ζωγραφικής. Ωστόσο ο πατέρας του γρήγορα θα εκφράσει τη δυσαρέσκειά του, καθώς θεωρούσε ότι η ζωγραφική ήταν ένα αβέβαιο επάγγελμα για τον γιο του. Έτσι τα επόμενα χρόνια έρχεται η οριστική ρήξη πατέρα και γιου, η οποία επισφραγίζεται με τον θάνατο της μητέρας του το 1921. Το πένθος έπεσε σαν μαύρο πέπλο στην οικογένεια Νταλί, όμως φαίνεται ότι μαλάκωσε τις χορδές του συμβολαιογράφου και πατέρα του νεαρού τότε Σαλβαδόρ, ο οποίος δέχτηκε να συνοδεύσει τον γιο του ως τη Μαδρίτη προκειμένου να δώσει εξετάσεις στην Ακαδημία του Σαν Φερνάντο. Παρόλο που οι διαστάσεις του έργου του δεν ανταποκρίνονταν στους κανονισμούς της σχολής, ο Νταλί γίνεται αμέσως δεκτός μιας και όπως είχε τονίσει η Ακαδημία: «Αν και το σχέδιο δεν εκτελέστηκε με βάση τις προβλεπόμενες διαστάσεις, είναι τόσο τέλειο ώστε η επιτροπή το εγκρίνει».

Εικόνα 1 Η εμμονή της μνήμης, 1931 Ελαιογραφία σε μουσαμά, Νέα Υόρκη Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης

Τα πρώτα βήματα στη ζωγραφική

Η πρωτεύουσα ανοίγει τις πύλες της στον νεαρό Σαλβαδόρ και εκείνος είναι έτοιμος να την κατακτήσει με τα πινέλα του. Ξεκινά τα πρώτα του βήματα μένοντας στην φοιτητική εστία και διάγοντας έναν βίο σχεδόν ασκητικό. Φαίνεται πως το μόνο που ουσιαστικά τον απασχολούσε ήταν η τέχνη του και τίποτα παραπάνω, ωστόσο μέσα στους φοιτητικούς κοιτώνες θα συνάψει φιλικές σχέσεις με κάποιες από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του πνεύματος, καθώς γνωρίζει τον ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και τον σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ, οι οποίοι έμεναν στην ίδια φοιτητική εστία. Μάλιστα λέγεται ότι ο Λόρκα ερωτεύτηκε τον νεαρό ζωγράφο αφιερώνοντάς του πληθώρα ποιημάτων, μεταξύ των οποίων είναι και η Ωδή στον Σαλβαδόρ Νταλί. Στην πορεία Νταλί και Λορκα θα ενωθούν και με επαγγελματικούς δεσμούς, καθώς το 1927 συνεργάστηκαν στην παράσταση του έργου του Λόρκα Μαριάννα Πινέδα (24 Ιανουαρίου 1927), όπου ο Νταλί σχεδίασε τα κοστούμια και τα σκηνικά.

Κι ενώ η πορεία του στην Ακαδημία είναι ανοδική οι προσδοκίες του νεαρού ζωγράφου είναι φανερά υψηλότερες, καθώς αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι ένας κοινός σπουδαστής. Το 1923 αποβάλλεται από αυτή με το πρόσχημα ότι ηγείται μιας μικρής εξέγερσης, η οποία κατεστάλη με την επέμβαση της αστυνομίας, κάτι που ήταν σύνηθες αν λάβουμε υπόψη ότι είναι η εποχή της δικτατορίας του Μιγκέλ Πρίμο δε Ριβέρα. Οι σχέσεις του Νταλί με τις ακαδημαϊκές αρχές  θα λήξουν το 1926, ωστόσο θεωρώντας ότι κανείς δεν είναι αρκετά ικανός από τους καθηγητές του για να κρίνει την αξία του αποφασίζει να εγκαταλείψει τη σχολή οριστικά. Παρόλα αυτά την περίοδο της φοιτητικής του διαδρομής φιλοτεχνεί κάποιους από τους σημαντικότερους πίνακές του όπως, Αφροδίτη και ερωτιδείς, Απόκρημνη πλαγιά και τον πίνακα Γυναίκα που κοιμάται, φανερά επηρεασμένος από τον Πικάσο, τον οποίο μάλιστα είχε την τύχη να συναντήσει στο Παρίσι.

Το 1926 αποτελεί έτος ορόσημο για τον ίδιο, διότι πέραν της αποχώρησής του από τη σχολή πραγματοποιεί και το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό. Προορισμός του το Παρίσι και οι Βρυξέλλες, πόλεις με ιδιαίτερο καλλιτεχνικό πλούτο, όπου εκτός από το Λούβρο και το Ανάκτορο των Βερσαλλιών, επισκέπτεται και την Μπαρμπιζόν, όπου  βρισκόταν το εργαστήριο του Ζαν-Φρανσουά Μιλέ, προσωπικότητα που τον εντυπωσίασε σημαντικά, ειδικά το έργο του Άγγελος, το οποίο φαίνεται να επεξεργαζόταν με τις ώρες, μιας και τον είχε συγκινήσει βαθύτατα. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους ετοιμάζει τη δεύτερη ατομική του έκθεση στην γκαλερί Dalmau, όπου παρελαύνουν τα έργα του Απόκριμνη πλαγιά και Καλάθι ψωμιού, με έντονες αναφορές στην ισπανική παράδοση του Βελάσκεθ και του Θουμπαράν.

 

Εικόνα 2 Το πρόσωπο του Πολέμου, 191940-41, Ελαιογραφία σε μουσαμά, Ρότερνταμ Μουσείο Boymans-Van Beuningen

Με την υφή του Σουρεαλισμού

Ακολουθούν οι πίνακες Το μέλι είναι πιο γλυκό από το αίμα, Όργανο και χέρι, Νεκρή φύση κάτω από το φεγγαρόφωτο, όπου μαρτυρούν την τάση του Νταλί προς τον Σουρεαλισμό. Έτσι με την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας αρχίζει να πειραματίζεται με νέα υλικά, όπως άμμο, χαλίκια, σχοινιά και φελλούς, έχοντας το βλέμμα στραμμένο εκτός από τη ζωγραφική και στον κινηματογράφο. Το 1928 ο καλός του φίλος και παλιός συμφοιτητής του Λουίς Μπουνιουέλ ζητάει από τον Νταλί να συνεργαστούν σε μία ταινία που θα χρηματοδοτούσε η μητέρα του πρώτου και έτσι έρχεται στο φως η ταινία Ένας ανδαλουσιανός σκύλος. Ο σκηνοθέτης στο βιβλίο Η τελευταία πνοή περιγράφει ένα όνειρο που είχε δει, να σχίζεται το μάτι του με ένα ξυράφι, κάτι που έδωσε το έναυσμα για την δημιουργία της ταινίας, η οποία θεωρείται πρωτοπόρα μέχρι και σήμερα και σημείο αναφοράς του σουρεαλισμού εν γένει. Οι δυο τους θα ξανά συνεργαστούν το 1930 στην Εποχή του χρυσού και ο Νταλί θα φιλοτεχνήσει τα σκηνικά για τη Νύχτα αγωνίας του Χίτσκοκ το 1945. Οι σχέσεις ωστόσο των δύο καλλιτεχνών, ήδη από την Εποχή του Χρυσού, θα αποδειχτούν ταραχώδης και τελικά θα διακοπούν.

 

Η γνωριμία με την Γκαλά

Σε ένα σαλόνι γεμάτο φίλους το βλέμμα του Νταλί διασταυρώνεται με την, παντρεμένη τότε με τον Πωλ Ελυάρ, Γκαλά και η ζωή τους θα αλλάξει για πάντα. Ο Νταλί θαμπώνεται από την ισχυρή προσωπικότητά της και συνάπτουν σχέση, ενώ η Γκαλά ήταν ακόμα παντρεμένη. Ο ζωγράφος επιστρέφει ξανά στο Παρίσι για την πρεμιέρα της ταινίας Ένας ανδαλουσιανός σκύλος και έτσι ξανά συναντά και την αγαπημένη του Έλενα Ιβάνοβνα Ντιακόνοβα, όπως ήταν το πλήρες όνομά της. Η άφιξή του στην Πόλη του Φωτός επισφραγίζεται επίσης και με την αποδοχή του από το σουρεαλιστικό κίνημα, μετά τα διθυραμβικά λόγια του Αντρέ Μπρετόν, καθώς όπως είχε τονίσει ο πατέρας του σουρεαλισμού, η μέθοδος του Νταλί ήταν το πιο αξιοθαύμαστο εργαλείο που είχε ποτέ στη διάθεσή του ο Σουρεαλισμός, αν και λίγα χρόνια αργότερα θα αποβληθεί από το κίνημα, λόγω πολιτικών φρονημάτων.

Πίσω όμως στη σχέση του με τη Γκαλά, η συνύπαρξή τους αποδείχθηκε ιδιαίτερα εποικοδομητική όσον αφορά στη διαχείριση των υποθέσεων του ζωγράφου, κυρίως με την γκαλερί Goemans. Η Γκαλά έχει ήδη εγκαταλείψει τον πρώην σύζυγό της Ελυάρ και έχει αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στον Νταλί, όπου προχώρησαν στην δημιουργία του κοινού τους βίου με την αγορά ενός σπιτιού στη Γαλλία 4×4, το οποίο το επεκτείνουν στην πορεία αγοράζοντας τα διπλανά σπίτια. Δημιουργούν με αυτόν τον τρόπο ένα ειδυλλιακό οίκο, όπου συμβάλει στο να ανθίσει ο εικαστικός οίστρος του Νταλί. Έτσι παρουσιάζει στην γκαλερί Pierre Colle τον Ιούνιο του 1931 κάποιους από τους πιο διάσημους πίνακές του, μεταξύ των οποίων ήταν Η εμμονή της μνήμης και Μυστική ζωή.

Εικόνα 3 Άρωμα έρημων λουλουδιών, 1946, Ελαιογραφία σε μουσαμά, National Gallery of Victoria

Η πορεία του στον δρόμο της τέχνης ανοδική και η προσωπική του ευτυχία δεδομένη, ο φιλόδοξος Νταλί ξεκινά να απλώνει τα φτερά του και στην Αμερική, ένας δεσμός που θα φανεί ισχυρός. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εγκαταστάθηκε μαζί με την σύζυγό του στις ΗΠΑ μέχρι και το 1948, οπότε επέστρεψαν στην Ισπανία. Μετά τον «Μεγάλο Πόλεμο» το ενδιαφέρον του ζωγράφου φαίνεται να στράφηκε προς τα θρησκευτικά θέματα, αν λάβουμε υπόψη τους πίνακες Η Παναγία του Πορτ Λιγκάτ, με το πρόσωπο της Γκαλά, Ο Χριστός του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού, το οποίο αναδείχθηκε σε ένα από τα διασημότερα έργα του, καθώς και το έργο Η Σταύρωση. Ο ίδιος ο ζωγράφος αποκάλυψε ότι συνέλαβε την τριγωνική μορφή του Χριστού στο όνειρό του, στο οποίο παρουσιαζόταν μια σφαίρα μέσα σ’ ένα τρίγωνο και έτσι θέλησε να παρουσιάσει τον Χριστό όμορφο σαν θεό. Ως μοντέλο του πίνακά του χρησιμοποίησε τον Russ Saunders, στον όποιο βρήκε τα στοιχεία που αναζητούσε.

Από εκείνη τη στιγμή και στο εξής, το σύμβολο του σταυρού θα αρχίσει να εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα στους πίνακές του. Μάλιστα, του απονεμήθηκε και ο Σταυρός της Ισαβέλλας της Καθολικής, σε αναγνώριση της καλλιτεχνικής του προσφοράς. Ο Νταλί ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία δεν έπαψε ποτέ να διατηρεί άσβεστη μέσα του την καλλιτεχνική φλόγα και την έμφυτη τάση για αναζήτηση και δημιουργία. Ωστόσο ο θάνατος της Γκαλά, το 1982, φαίνεται να τον κλόνισε συναισθηματικά, οδηγώντας και εκείνον στο αναπόφευκτο τέλος. Την επόμενη χρόνια, παρά το πένθος του, φιλοτεχνεί το τελευταίο του έργο Ουρά χελιδονιού, που θα συνοδευτεί με μια ανείπωτη τραγωδία, καθώς το σπίτι του στο Πουμπόλ τυλίγεται στις φλόγες και το σώμα του Νταλί φέρει σοβαρά εγκαύματα, τα οποία θα κλονίσουν την υγεία του. Πέντε χρόνια αργότερα θα αφήσει την τελευταία του πνοή στις 23 Ιανουαρίου του 1989 σε ηλικία 85 ετών.

Σ’ έναν κόσμο που τον διακατέχει η βιασύνη, οι γρήγορη ρυθμοί και η κατακλυσμιαία άνοδος της τεχνολογίας, ίσως χρειαζόμαστε λίγη από την τρέλα του Νταλί, για να μας κάνει να θυμόμαστε ότι μέσα από τα ακανόνιστα σχήματα και τα έντονα χρώματα μπορούμε ακόμα να ονειρευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά.

 

‘Η μοναδική διαφορά ανάμεσα σ’ έναν τρελό και εμένα είναι ότι εγώ δεν είμαι τρελός”

 

Σαλβαδόρ Νταλί.

 

 


*Γράφει η Δανάη Καλογερή.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροO Pastor / Madredeus
Επόμενο άρθροΑυτό είναι ευτυχία, Νάιαλ Ουίλλιαμς
Γεννήθηκε ένα ανοιξιάτικο πρωινό του 2001 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στα Βόρεια Προάστεια απέναντι από ένα αθλητικό κέντρο μαζί με τους γονείς της , τη γιαγιά της και το σκύλο της, Φοίβο. Αποφοίτησε από Καλλιτεχνικό σχολείο και τον προηγούμενο Σεπτέμβριο ξεκίνησε να φοιτά στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών στην Αθήνα. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν φυσική εξέλιξη καθώς από τότε που θυμάται τον εαυτό της υποδυόταν ρόλους που έβλεπε σε ταινίες και σειρές και καθόταν άπειρες ώρες μπροστά από έναν καθρέφτη τραγουδώντας και χορεύοντας.