Σάμουελ Μπέκετ: Στην σκιά της ατέρμονης αναμονής

Στην σημερινή εποχή όλα κυλούν γρήγορα, ραγδαία, πολλές φορές δεν συνειδητοποιούμε πότε πέρασαν οι μήνες, τα χρόνια και απλώς -χωρίς να κάνουμε μια ,παύση- συνεχίζουμε να τρέχουμε -αενάως- για να προλάβουμε τη ζωή, μια ζωή, η οποία -ίσως- να μοιάζει περισσότερο με θάνατο. Ο Σάμουελ Μπέκετ, στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, σκιαγράφησε, με τον δικό του μοναδικό τρόπο, την ατέρμονη αναμονή, το κενό, μέσα στη δίνη της συναισθηματικής ακινησίας. Οι ήρωές του, οι οποίοι μοιάζουν περισσότερο με αντί-ηρωικές φιγούρες που παλεύουν απέναντι στο αναπόφευκτο, χωρίς καμιά ελπίδα και νόημα, περιμένουν διαρκώς έναν από-μηχανής Θεό να τους «σώσει» από την διαρκή κυκλικότητα που περιστοιχίζει τη «ζωή» τους, ο οποίος -φυσικά- δεν εμφανίζεται ποτέ, βουλιάζοντάς τους ακόμα πιο βαθιά στην υπαρξιακή τους ακινησία.

Δίπλα σε ένα δέντρο, Βλαδίμηρος και Εστραγκόν, περιμένουν έναν άγνωστο εν ονόματι Γκοντό να τους πάρει μαζί του στον παράδεισό του και να τους βγάλει από την μίζερη ζωή τους και ο τυφλός Χαμ εξουσιάζει τον αεικίνητο Κλοβ, μέσα σε ένα σπίτι που μυρίζει θάνατο και δυστυχία. Στην ίδια πλευρά του ποταμού η  Γουίνυ βυθίζεται όλο και πιο πολύ στην καυτή άμμο και μιλάει ακατάπαυστα στον «αόρατο» σύζυγό της, Γουίλυ, μπας και ξεγελάσει για λίγο την τραγική της μοίρα, καταλήγοντας ακόμα πιο θλιβερή και μόνη.

Ο Σάμουελ Μπάρκλευ Μπέκετ (Samuel Barclay Beckett), όπως ήταν ολόκληρο το όνομά του, γεννήθηκε στις 13 Απριλίου του 1906. Προτεστάντης με καταγωγή από οικογένεια ουγενότων (Μέλη της Προτεσταντικής Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας της Γαλλίας) μεγάλωσε στα εύπορα προάστια του νότιου Δουβλίνου, συγκεκριμένα στο Foxrock. Άρχισε να φοιτά στο Βασιλικό Σχολείο Portora στο Enniskillen της Βόρειας Ιρλανδίας, όπου ο Όσκαρ Ουάιλντ έκανε τις πρώτες του σπουδές και έπειτα συνέχισε την εκπαίδευσή του στο κολέγιο Trinity, το οποίο είχε ιδρύσει η Βασίλισσα Ελισάβετ Α’. Ανέκαθεν γλωσσομαθής, γνώριζε αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά και ισπανικά. Μάλιστα τα ιταλικά τα έμαθε μόνος του, καθώς μαγεύτηκε από την ιταλική ζωγραφική και τον Δάντη, τον οποίο είχε πρότυπο και σημείο αναφοράς καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Ο Μπέκετ επηρεάζεται σημαντικά από τη γαλλική και ιταλική ποίηση κάνοντας και ο ίδιος τις πρώτες του ποιητικές απόπειρες. Μεταφράζει τους σουρεαλιστές Μπρετόν, Ελουάρντ, Κρεβελ και τον φιλόσοφο Ντεκάρτ και συνθέτει ένα σατιρικό κείμενο για τη ζωή του τελευταίου, το οποίο του χαρίζει το πρώτο του βραβείο. Την ίδια εποχή γράφει δύο δοκίμια, το ένα εκ των οποίων είναι βασισμένο στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Μαρσέλ Προύστ, προσωπικότητα που στάθηκε καθοριστική για τη ζωή και το έργο του.

Στην προσωπική του ζωή, η απώλεια του πατέρα του, το 1933, τον συνταράσσει συναισθηματικά και τον ωθεί να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία. Παράλληλα ξεκινά να ταξιδεύει στη Γαλλία, τη Γερμανία και το Λονδίνο και συνθέτει το πρώτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο, Μάρφυ. Το 1937, εγκαθίσταται στη Πόλη του Φωτός και συγγράφει τα πρώτα του ποιήματα, που θα δημοσιευτούν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο λαμβάνει μέρος, καθώς μαζί με τη γυναίκα του, Σουζάν, καταφεύγει στον νότο με απώτερο σκοπό να βοηθήσουν στην αντίσταση. Μετά την επιστράτευσή του, επιστρέφει στο Παρίσι και παρόλο που ζει κάτω από δύσκολες συνθήκες αρχίζει η πιο παραγωγική περίοδος της καριέρας του. Αφενός ξεκινά να γράφει τα πρώτα του έργα στα γαλλικά και αφετέρου κάνει στροφή προς το θέατρο ως θεατρικός συγγραφέας. Το πρώτο του μεγάλο θεατρικό έργο είναι το Περιμένοντας τον Γκοντό, χωρίς όμως να είναι η πρώτη του συγγραφική απόπειρα για το θέατρο, καθώς προηγούνται τα έργα, Ελευθερία και Dr Johnson.

Το συγγραφικό του ταλέντο δεν θα αργήσει να φανεί και ως επακόλουθο τραβά τα βλέμματα πάνω του. Η κατάκτηση του Νόμπελ λογοτεχνίας αποτέλεσε τη λύδια λίθο του συγγραφικού του μεγαλείου, αν και για τον ίδιο δεν ήταν παρά μια ακόμη οικονομική σπατάλη, καθώς, όπως λέγεται, ο Μπέκετ χάριζε και ξόδευε όλα του τα χρήματα.

Μετά τη συγγραφή των έργων Το τέλος του παιχνιδιού (Fin de partie) και Ευτυχισμένες μέρες (Happy days), στρέφεται στον πεζό λόγο, δημιουργώντας ένα νέο είδος λόγου, τον λεγόμενο «μπεκετικό», με επιδράσεις από το μουσικό θέατρο και τον βουβό κινηματογράφο, ιδιαίτερα από τον Σαρλώ. Οι σκηνικές του οδηγίες λειτουργούν σε κάθε του έργο σαν παρτιτούρα και δεν μπορούν, σύμφωνα με τον ίδιο, να μη ληφθούν υπόψη, καθώς είναι ο τρόπος του για να περιγράψει την εσωτερικότητα του εκάστοτε έργου. Επίσης οι παύσεις, καίριο στοιχείο των έργων του, αποτελούν ένα νέο σύμπαν  διαλόγου και νοημάτων.

Ο Σάμουελ Μπέκετ πίστευε ότι «είμαστε καταδικασμένοι σ’ έναν αιώνιο μονόλογο, χωρίς έννοια, χωρίς περιεχόμενο. Σε ένα αιώνιο μουρμούρισμα.», όπως είχε καταγράψει στον Ακατανόμαστο, κι αυτό διαφαίνεται σε όλα του τα έργα. Παραδείγματος χάριν στις Ευτυχισμένες μέρες η Γουίνυ μιλάει ακατάπαυστα, εφευρίσκοντας, δια του λόγου, τρόπους να ζει, ο Λάκυ στο Περιμένοντας τον Γκοντό τοποθετεί λέξεις σε ασυνάρτητη σειρά δημιουργώντας έναν δικό του τρόπο επικοινωνίας και ο Χαμ στο Τέλος του Παιχνιδιού εκφωνεί ο ίδιος τον δικό του επικήδειο θρήνο. Επίσης σημαντική παράμετρος για να κατανοήσουμε το έργο του Μπέκετ είναι να εστιάσουμε στο γεγονός ότι πολλά από τα έργα του είναι γραμμένα στα γαλλικά, καθώς, όπως έχει τονίσει και ο ίδιος, «στα γαλλικά είναι πιο εύκολο να γράψεις χωρίς ύφος». Η επιλογή του να γράψει σε μια γλώσσα που δεν ήταν η μητρική του τον απομάκρυνε από τα λογοτεχνικά στολίδια και τα ποιητικά περάσματα, κάνοντας τον λόγο οικείο και απλό.

Η φιλοσοφία του, σε σχέση με τα πρόσωπα του έργου, θα λέγαμε, ότι είναι εντελώς προσωπική. Είναι η αποτύπωση του τίποτα και η οδυνηρή σκιαγράφηση της ανούσιας ανθρώπινης ύπαρξης.  Δεν πρόκειται για χαρακτήρες, δεν θα μπορούσαμε άλλωστε να κάνουμε λόγο για στερεοτυπικούς χαρακτήρες στο έργο του Μπέκετ, αλλά για κατασκευές που συνέλκουν στοιχεία προσώπου. Ο άνθρωπος, σύμφωνα με τον Μπέκετ, είναι εξουθενωμένος, τον διακατέχει μια αίσθηση ματαιότητας, ανίας και σωματικής δυσφορίας και ως αποτέλεσμα αυτό επιφέρει αδυναμία, ή καλύτερα, ανικανότητα για έλλογη επικοινωνία, τόσο με τον εαυτό του όσο και με τους συνανθρώπους του.

Σύμφωνα με τον Alain Badiou, ο Μπέκετ δεν στέκεται στο χείλος του μηδενός, αλλά καταγράφει με ποιον τρόπο η ζωή συνεχίζεται μέσα από αυτό. Παραδείγματος χάριν στο Περιμένοντας τον Γκοντό, οι δύο κεντρικοί ήρωες βρίσκονται κάθε μέρα στο ίδιο σημείο και περιμένουν την άφιξη ενός «από-μηχανής Θεού» που θα τους σώσει από την ανιαρή ζωή τους, ο οποίος δεν έρχεται ποτέ και στις Ευτυχισμένες μέρες η Γουίνυ, θαμμένη κάτω από τη γη, προσπαθεί να αποσπάσει την προσοχή της από την τραγική της μοίρα δίνοντας βάση σε μια σειρά ανούσιων δραστηριοτήτων, όπως την προσπάθεια να διαβάσει την γραφή από μια οδοντόβουρτσα. Σε αντιδιαστολή με τον υπαρξισμό του Σαρτρ, ο Badiou θεωρεί ότι ο Μπέκετ παρουσιάζει ένα υποκείμενο, το οποίο επιμένει να υπάρχει, ακόμα κι αν δεν υπάρχει τίποτα να κάνει. Αυτό ξεδιπλώνει, κατά τον Badiou, μια αλήθεια, την συνέχιση της ύπαρξης μέσα στον ωκεανό του απόλυτου κενού.

Τελικά -ίσως- ο Μπέκετ να άφησε επίτηδες το μυστήριο με την «υποτιθέμενη» ύπαρξη του Γκοντό να πλανάτε κάπου στο σύμπαν, για να μας αφήσει ένα άλυτο μυστήριο να εξιχνιάσουμε και για να τον φέρουμε στο μυαλό μας κάθε φορά που  ξεφυλλίζουμε τις σελίδες του. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αν περπατήσουμε σε εκείνον τον έρημο δρόμο, ένα μεσημέρι ή απόγευμα, πολύ πιθανόν να πετύχουμε στο πέρασμά μας τον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν, γιατί -κατά την ταπεινή μου άποψη- ο Γκοντό μάλλον δεν θα έχει φανεί για να τους πάρει μαζί του ή μήπως όχι;

 

Πάντα προσπάθεια. Πάντα αποτυχία. Δεν πειράζει. Προσπάθησε ξανά.

Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα.

 

Σάμουελ Μπέκετ.

 

 


*Γράφει η Δανάη Καλογερή.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.