Ήταν καλοκαίρι στις αρχές του ’90 όταν πήρε τη βαλίτσα της, ανέβηκε σ’ ένα βαπόρι και έβαλε πλώρη για την αιωνιότητα. Το θέατρο, ο καλλιτεχνικός και όχι μόνο κόσμος χειροκρότησε για τελευταία φορά εκείνο το αστέρι της σκηνής και της οθόνης με τα μπλε διαπεραστικά μάτια, τα μαύρα λαμπερά μαλλιά και τη χαρακτηριστική φωνή που την έχεις πάντα στο νου σου να λέει κάποιο «γυρίσατε;» και να γελάσει πονηρά.
Ένα αφιέρωμα για την Καίτη, την Κατίνα, την Ελένη, τη Λόλα, τη Νίκη, τη Φόνη, τη Τζένη. Λίγες αράδες για τα πιο ποιητικά μάτια του ελληνικού θεάτρου και σινεμά, ένα αφιέρωμα για την Άννα και τη Μάρθα ή αλλιώς λίγα λόγια για την Τζένη, το κορίτσι που ξεκίνησε με μια βαλίτσα γεμάτη όνειρα από τη Θεσσαλονίκη, φοίτησε στο εθνικό, διέπρεψε στο θέατρο μέσα από το κλασικό και σύγχρονο ρεπερτόριο, αγαπήθηκε από το κοινό μέσω του κινηματογράφου και κατάφερε από μικρή Τζένη να γίνει η σπουδαία Καρέζη.
Η Ευγενία Καρπούζη γεννήθηκε στην Αθήνα τον χειμώνα του 1932. Ένα παιδί γεμάτο ζωντάνια και φως που από μικρή ήξερε ότι θα παλέψει για ό,τι αγαπά και δεν θα φοβηθεί να υψώσει το ανάστημά της και να υπερασπιστεί τα όνειρά της σε όποιον την εμπόδιζε να γίνει αυτό που οραματιζόταν.
Κόρη εκπαιδευτικών φοίτησε σε γαλλικό σχολείο καλογραιών. Η μικρή Ευγενία έγινε Τζένη χάρη σε μια δασκάλα της και αποφάσισε στιγμιαία να υιοθετήσει το νέο αυτό όνομα κόντρα στο αυστηρό περιβάλλον που μεγάλωνε. Η μητέρα της, δασκάλα, πάντα στο πλευρό της, σε κάθε χρώμα της ζωής της, από τα πιο φωτεινά και ξέγνοιαστα μέχρι τα μουντά και τα μαύρα, κάτι που δεν γινόταν με τον αυταρχικό πατέρα της.
Ο Κωνσταντίνος Καρπούζης, ήταν εκπαιδευτικός, στενός φίλος του Ιωάννη Μεταξά για ένα διάστημα, ήθελε η κόρη του να μεγαλώσει με αυστηρές αρχές, ήθος και σεμνότητα. Η Τζένη κράτησε τις αξίες και τα ιδανικά αλλά αποφάσισε να έχει οδηγό, όχι την αυστηρότητα και το φόβο, αλλά το συναίσθημα και το όνειρο. Αποφάσισε να ακούσει την καρδιά της, να κατέβει στην Αθήνα και να δώσει εξετάσεις στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, στο οποίο πέρασε με επιτυχία.
Όπως ήταν φυσικό όταν ο πατέρας της έμαθε τα καμώματα της κόρης του ταράχτηκε, ταράχτηκε τόσο πολύ που σήκωσε το χέρι και την χαστούκισε. Εκείνη του έπιασε με μιας το χέρι, του είπε, αυτό δεν θα το ξανά κάνεις ποτέ, πήρε την μητέρα της παραμάσχαλα και έφυγαν για τις πύλες του ονείρου, στην Αθήνα. Έκανε να τον δει πολλά χρόνια. Η πρώτη και τελευταία τους συνάντηση από τότε έγινε μετά τη γέννηση του γιού της. Λίγα χρόνια αργότερα πεθαίνει απρόσμενα σε τροχαίο και εκείνη δεν τον ξανά βλέπει ποτέ.
Μητέρα και κόρη επαναστάτησαν, εναντιώθηκαν στο πατριαρχικό καθεστώς και ακολούθησαν τον δρόμο της καρδιάς.
Στο Εθνικό η Τζένη ξεχωρίζει. Ο Άγγελος Τερζάκης, σημαντικός συγγραφέας και δάσκαλός της, με το διορατικό του βλέμμα, έχοντας στο νου του την μεγάλη πορεία που απλώνονταν για εκείνη στη σκηνή, τη βαφτίζει Καρέζη.
Ξεκινάει τον δρόμο προς το φως του θεάτρου στο πλευρό της Μελίνας Μερκούρη στο έργο Ωραία Ελένη και αργότερα στο Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα του Λόρκα με την Κατίνα Παξινού στον ομώνυμο ρόλο.
Το εκτόπισμα όμως στο ευρύ κοινό έρχεται το 1955 όταν εμφανίζεται στις ταινίες Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο και Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο το 1957 πλάι στους Αυλωνίτη και Φωτόπουλο. Εκεί διακρίνεται, μεταξύ άλλων, για την κωμική της στόφα, κάτι που θα φανεί και μετέπειτα με τους ρόλους στις ταινίες Δεσποινίς Διευθυνής, Το κοροιδάκι της δεσποινίδος, Τζένη Τζένη, Μια τρελή, τρελή οικογένεια.
Ωστόσο η ταινία ορόσημο που την οδήγησε μέχρι το κόκκινο χαλί των Καννών ήταν ο ρόλος της Ελένης Νικολέσκου στα Κόκκινα φανάρια. Με αυτή την ταινία, σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου, φτάνει κοντά στη διεθνή καταξίωση, όμως αρνείται να ακολουθήσει το λαμπερό κόσμο του Χόλυγουντ και επιστρέφει στην Ελλάδα. Επέλεξε να συνεχίσει να περπατά στο μονοπάτι που εκείνη διάλεξε σαν μικρή Τζένη και που υπηρέτησε μέχρι τέλους.
Ένα κονσέρτο για πολυβόλα της γνωρίζει τον μεγάλο έρωτα της ζωής της, τον Κώστα Καζάκο, με τον οποίο παντρεύονται το 1968 και ένα χρόνο αργότερα φέρνουν στον κόσμο τον γιό τους Κωνσταντίνο. Ήταν ο δεύτερος γάμος για εκείνη αλλά η πρώτη της βουτιά στη θάλασσα του έρωτα και της συντροφικότητας.
Αχώριστοι τόσο στη ζωή, όσο και στη σκηνή, χάραξαν μια πορεία λαμπρή στο θεατρικό σανίδι αλλά και στις γιγαντοοθόνες του σινεμά. Μάλιστα πιασμένοι χέρι, χέρι πρωταγωνίστησαν και στην παράσταση που έμελλε να ήταν το κύκνειο άσμα της στη σκηνή, τα Διαμάντια και Μπλουζ της Λούλας Αναγνωστάκη.
Μαζί στη ζωή, μαζί στη σκηνή αλλά μαζί και στα πολιτικά φρονήματα. Κατά την περίοδο της χούντας ανεβάζουν την παράσταση-σύμβολο Το Μεγάλο μας Τσίρκο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, το οποίο του ζήτησαν να γράψει έπειτα από μια παράσταση που είχαν παρακολουθήσει στο Παρίσι. Ο Καμπανέλλης συγγράφει ένα έργο με πολλαπλά αντιχουντικά μηνύματα, το οποίο περνάει αλώβητο από τη λογοκρισία, καθώς ήταν καλά κρυμμένα υπό την αριστοτεχνική του πένα.
Οι απανωτές παραστάσεις οδήγησαν το ζεύγος Καρέζη-Καζάκου στο κρατητήριο, όμως αυτό δεν τους έκοψε τα φτερά, μετά την αποφυλάκισή τους συνέχισαν τις παραστάσεις απτόητοι, υπερασπιζόμενοι το έργο και τα πιστεύω τους.
Ακολούθησαν πλούσια θεατρικά χρόνια, με ρόλους ρεπερτορίου όπως η Πάπισα Ιωάννα, Έντα Γκάμπλερ, Ηλέκτρα του Σοφοκλή, Μάρθα στο Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ.
Λίγο πριν ανέβει στην σκηνή για να πρωταγωνιστήσει στο εμβληματικό έργο του Τσέχωφ Βυσσινόκηπος μαθαίνει για την αρρώστια της και μερικά χρόνια αργότερα φεύγει από τη ζωή.
Πλήθος κόσμου συρρέει για να χαρίσει το τελευταίο χειροκρότημα στη μεγάλη ηθοποιό Καρέζη, που πέρασε στην ιστορία του θεάτρου και διέγραψε με χρυσά γράμματα μια καριέρα και έναν βίο όπως τον ονειρεύτηκε. Δεν αλλαξοπίστησε ποτέ, έμεινε πάντα πιστή στην τέχνη της, την οποία υπηρέτησε με πάθος, όραμα και ήθος ως την τελευταία της υπόκλιση. Έτσι από μικρή Ευγενία γεμάτη όνειρα, έγινε η «μεγάλη» ηθοποιός Τζένη και η Καρέζη όλου του κόσμου.
*Γράφει η Δανάη Καλογερή.
Γεννήθηκε ένα ανοιξιάτικο πρωινό του 2001 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στα Βόρεια Προάστεια απέναντι από ένα αθλητικό κέντρο μαζί με τους γονείς της , τη γιαγιά της και το σκύλο της, Φοίβο. Αποφοίτησε από Καλλιτεχνικό σχολείο και τον προηγούμενο Σεπτέμβριο ξεκίνησε να φοιτά στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών στην Αθήνα. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν φυσική εξέλιξη καθώς από τότε που θυμάται τον εαυτό της υποδυόταν ρόλους που έβλεπε σε ταινίες και σειρές και καθόταν άπειρες ώρες μπροστά από έναν καθρέφτη τραγουδώντας και χορεύοντας.