Οι πίνακες του  ρομαντικοί, θυελλώδεις, σημείο αναφοράς για όποιον αγαπά τον κόσμο τέχνης αλλά και για όποιον δεν έχει σχέση με αυτόν. Μέσα στο βαθύ μπλε, το σκούρο πορτοκαλί, τις πινελιές του λευκού, του μαύρου και του καφέ, κάπου ανάμεσα στα ανθισμένα ηλιοτρόπια, μπορεί κανείς να ονειρευτεί μια βόλτα κάτω από το φεγγάρι μια νύχτα γεμάτη αστέρια, να μαζέψει λουλούδια τις πρωινές ώρες και να αναπολήσει σαν να μην υπάρχει αύριο, μη γνωρίζοντας ότι το δικό του όνειρό, μπορεί να είναι ο εφιάλτης κάποιου άλλου.

Τα πρώτα χρόνια

Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ αποτελεί αναμφισβήτητα έναν από τους σημαντικότερους και διασημότερους ζωγράφους όλων των εποχών. Η επιρροή που ασκούν, μέχρι και σήμερα, τα έργα του, τον έχουν τοποθετήσει σημάδι ανεξίτηλο στο σύμπαν που δεν θα σβηστεί ποτέ. Άλλωστε ο ταραχώδης βίος του αποτελεί, αίνιγμα ανεξιχνίαστο και επίκεντρο συζητήσεων, καθώς οι μύθοι και οι αλήθειες γύρω από το όνομά του ανθίζουν, σαν τα λουλούδια που ζωγράφιζε, και λάμπουν, σαν τα αστέρια που χρωμάτιζε.

Παιδί της άνοιξης, της αναγέννησης της φύσης, γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου του 1853, στο Ζίντερτ της Νότιας Ολλανδίας. Γιος πάστορα εργάστηκε, τα πρώτα χρόνια της ζωής του, σε μια εταιρία εμπορίου πινάκων στη Χάγη, όπου έπιασε δουλειά ως μαθητευόμενος στο υποκατάστημα του παρισινού οίκου τέχνης Goupil&Σια. Εκεί ήρθε σε επαφή με καταξιωμένους ζωγράφους της εποχής, όπως ο Μιλέ αλλά και με τη ζωγραφική της Σχολής της Μπαρμπιζόν. Στη συνέχεια, συγκεκριμένα το 1873, πήρε μετάθεση στο υποκατάστημα της Goupil στο Λονδίνο, ενώ έχει προηγηθεί η γέννηση του αδελφού του Τεό, το 1857, πρόσωπο κλειδί για την ανίχνευση της ζωής του.

Τα δυο αδέλφια συνδεδεμένα με έναν νοητό ιστό, θα περπατήσουν πλάι, πλάι ως το τέλος, παρά τις διαφορετικές προσωπικότητές τους. Ο αδελφός του, ήδη σε νεαρή ηλικία, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το εμπόριο τέχνης, σε αντιδιαστολή με τον Βίνσεντ, ο οποίος παραιτήθηκε από αυτό το 1876, ύστερα από μετάθεσή του στο Παρίσι. Να σημειωθεί ότι η ζωγραφική του κλίση δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνισή της. Πηγαίνει στην Αγγλία, εργάζεται σε σχολείο, για να γίνει εν συνεχεία βοηθός πάστορα και να εκφωνήσει το πρώτο του κήρυγμα.

Η θρησκεία τον ελκύει, τον συναρπάζει και έτσι πηγαίνει στο Άμστερνταμ προκειμένου να προετοιμαστεί για τις εισαγωγικές εξετάσεις στη Θεολογική Σχολή. Μεταφράζει τη Βίβλο σε τέσσερις γλώσσες και προσφέρει τις υπηρεσίες του σε διάφορα θρησκευτικά δόγματα. Όμως το κύμα τις τέχνης τον παρασύρει. Παράλληλα με τη δράση του στη θρησκευτική ζωή, πηγαίνει σε μουσεία της πόλης, γοητεύεται από το έργο του Ρέμπραντ και με έναυσμα τον ολλανδό καλλιτέχνη, ξεκινάει να σχεδιάζει σε καθημερινή βάση.

«Θα μου άρεσε ν’ αρχίσω να σχεδιάζω μερικά πράγματα που μου τραβούν την προσοχή στο δρόμο, αλλά πιστεύω ότι είναι καλύτερα να μην αποκτήσω αυτή τη συνήθεια, γιατί φοβάμαι ότι θα με αποσπάσει από την πραγματική μου αποστολή», γράφει σε επιστολή στον αδελφό του Τεό.

Εικόνα 1 Ανοιχτή Βίβλος, σβησμένο κερί και μυθιστόρημα, 1885/ Ελαιογραφία σε μουσαμά, Άμστερνταμ, Μουσείο Βαν Γκογκ

Οι μετακινήσεις

Στις εισαγωγικές εξετάσεις της Θεολογικής Σχολής, αν και άρτια προετοιμασμένος, κρίνεται ακατάλληλος να σπουδάσει, λόγω του χαρακτήρα του, και απομακρύνεται από κάθε όνειρο να γίνει ιεροκήρυκας. Πλέον οι πύλες της τέχνης ανοίγουν, ο δρόμος ζωγραφίζεται μπροστά του και του προσφέρεται ένα πινέλο, όλο δικό του, για να ζωγραφίσει τη διαδρομή του. Παρόλα αυτά δεν εγκαταλείπει τα αποστολικά του καθήκοντα, πηγαίνει στην Ευαγγελική Σχολή Βρυξελλών, όπου ζει σε συνθήκες εξαθλίωσης, και παράλληλα διαβάζει, Αισχύλο, Σαίξπηρ και Ουγκώ. Στις Βρυξέλλες θα παρακολουθήσει και μαθήματα στην Σχολή Καλών Τεχνών και παράλληλα φιλοτεχνεί μια σειρά από ανατομικά έργα, καθώς επίσης συλλέγει χαρακτικά των Μιλέ, Ντωμπινύ και τον Ντωμιέ.

Οι περισσότερες πληροφορίες που κατέχουμε για την ζωή του προέρχονται από αλληλογραφία που διατηρούσε, από το 1872, με τον αδελφό του Τεό, ο οποίος ήταν έμπορος τέχνης και από τους πρώτους που προώθησαν τους ιμπρεσιονιστές. Οι επιστολές τους σώθηκαν χάρις στην σύζυγο του Τεό, η οποία όχι μόνο φύλαξε τα γράμματα αλλά δημοσίευσε και μερικά από αυτά. Έτσι μπορούμε και ανατρέχουμε στον βίο του και αποκρυπτογραφούμε την πολυσχιδή προσωπικότητά του.

Τον Απρίλιο του 1881 επιστρέφει στο Etten, όπου σχεδιάζει τοπία και χωρικούς της περιοχής και εν συνεχεία παίρνει μαθήματα κοντά στον Άντον Μωβ, εκπροσώπου της Σχολής της Χάγης.

Ενώ, λοιπόν, ζωγραφικά αρχίζει να βρίσκει τα βήματά του, αν και στην εποχή του δεν ήταν παρά ένας άσημος ζωγράφος, στην προσωπική του ζωή φαίνεται να διαλύεται το προστατευτικό του φράγμα. Έρχεται σε σύγκρουση με τον πατέρα του και απομακρύνεται από τον αδελφό του, κάτι που τον συνθλίβει συναισθηματικά. Επίσης η δυσχερή οικονομική του κατάσταση τον προβληματίζει, καθώς έπρεπε, μεταξύ άλλων, να πληρώνει ο ίδιος τα μοντέλα του.

Η ζωγραφική του χαρακτηριστική, απεικονίζει, με την τεχνική της ελαιογραφίας, την ερημική ύπαιθρο και τους κατοίκους της περιοχής, που ασχολούνταν με τις αγροτικές εργασίες, ακολουθώντας τα ίχνη της ολλανδικής τοπογραφίας του 17ου αιώνα, με αγροτική θεματολογία. Οι μετακινήσεις συνεχείς, καθώς η δυσκολία στην αναζήτηση μοντέλων για τους πίνακές του, τον οδηγούν στο Nuenen. Εκεί σχεδιάζει, εκτός από πληθώρα υδατογραφιών και σχεδίων, το αριστούργημά της ολλανδικής περιόδου, τους «Πατατοφάγους».

Σε επιστολή στον Τεό γράφει για το έργο αυτό: «Όλο τον χειμώνα επεξεργαζόμουν αυτή τη σύνθεση, προσπαθώντας να καταλήξω στο τελικό σχέδιο. […] θέλησα να δώσω την ιδέα ενός τρόπου ζωής που διαφέρει ριζικά από εκείνον των ανθρώπων της πόλης, ζωγραφίζοντάς τους σε όλη τους τη χοντροκοπιά, και όχι αποδίδοντάς τους με μια όψη συμβατικά ωραιοποιημένη’». (επιστολή στον Τεό αρ. 370, 30 Απριλίου 1885).

 

Εικόνα 2 Οι πατατοφάγοι, 1885/Ελαιογραφία σε μουσαμά, Άμστερνταμ, Μουσείο Βαν Γκογκ

Το διάστημα της παραμονής του στο Nuenen, αν και ευδοκίμησε ζωγραφικά, συσκοτίστηκε από μια σειρά δυσάρεστων γεγονότων στην προσωπική του ζωή. Μια ερωτική απογοήτευση στη ζωή του, οδηγεί την κοπέλα να κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, ενώ ο θάνατος του πατέρα του τον κλονίζει συναισθηματικά. Επίσης την ίδια εποχή ο καθολικός εφημέριος του χωριού απαγορεύει στους χωρικούς να ποζάρουν για εκείνον, διότι υπήρχε η υποψία ότι είχε αφήσει έγκυο μια κοπέλα, η οποία είχε ποζάρει σαν μοντέλο για έναν πίνακά του. Όπως είναι λογικό το Nuenen γίνεται ασφυκτικό, δυσάρεστο για εκείνον, και έτσι με γοργούς ρυθμούς το εγκαταλείπει το 1885 για να πάει στην Αμβέρσα.

Στην Αμβέρσα, έχοντας μελετήσει τους πίνακες αλλά και τη θεωρία των χρωμάτων του Ντελακρουά και έχοντας δει από κοντά έργα του Ρούμπενς και τις γιαπωνέζικες ξυλογραφίες, επηρεάζεται βαθιά και εντάσσει στοιχεία στους πίνακές του. Παρά το γεγονός ότι δεν συμφωνούσε με τις μεθόδους της παραδοσιακής διδασκαλίας, παρακολουθεί μαθήματα στην Καλών Τεχνών, διαβάζει τα εγχειρίδια του Bargue, γνωρίζοντας τις ελλείψεις του, και εξασκείται διαρκώς, με αρκετή ζέση και πείσμα.

Η άνθισή του και η ανοδική του πορεία συνεχίστηκαν, ειδικά κατά την περίοδο που βρισκόταν στο Παρίσι. Η επαφή του με ζωγράφους όπως, ο Λεόν Λερμίτ, ο Ζυλ Μπαστιέν Λεπάζ και ο Ζαν-Λουί Ερνέστ Μεσονιέ, διαμόρφωσαν κατά κάποιον τρόπο το ζωγραφικό του όραμα. Κατά την παραμονή του στο Παρίσι, λοιπόν, χρησιμοποιεί πιο έντονα χρώματα, αντιτίθεται δηλαδή στον ιμπρεσιονισμό, εκφράζει τον θαυμασμό του για τα γυμνά του Ντεγκά και για τα τοπία του Πισαρό. Μάλιστα ο Πισαρό, φίλος του αδελφού του Τεό, αποτέλεσε τον πρώτο ζωγράφο και εκπρόσωπο της τέχνης που αναγνώρισε την δουλειά του. Ωστόσο οι μεγάλες πόλεις ποτέ δεν ήταν το ιδανικό περιβάλλον για εκείνον, καθώς ο ευέξαπτος χαρακτήρας του έφερνε εντάσεις στην συμβίωση με τον αδελφό του. Άλλωστε στη ρομαντική του φύση ταίριαζε περισσότερο ένα περιβάλλον σαν εκείνο της επαρχίας και του γαλλικού νότου. Γι’ αυτό επέλεξε να καταφύγει στο Αρλ, στην Προβηγκία το 1888, τόπος που διαμόρφωσε το δικό του προσωπικό ύφος, με κινητήριο δύναμη την εκφραστικότητα του χρώματος, αλλά και τόπος που θα γραφτούν τα πιο μελανά χρόνια της προσωπικής του ζωής.

Εικόνα 3 Δύο ηλιοτρόπια, 1887/ Ελαιογραφία σε μουσαμά, Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης

Η συμβίωση με τον Γκωγκέν και ο αυτοτραυματισμός

Δουλεύοντας σε πυρετώδης ρυθμούς, υιοθετεί κοντινά πλάνα και ζωγραφίζει τις μορφές σε διαγώνια διάταξη, με αντιτιθέμενα, έντονα χρώματα, κάνοντας τους πίνακές του μοναδικούς. Στην Προβηγκία άνθισε και δόθηκε ολοκληρωτικά στη δουλειά του, νοίκιασε το «Κίτρινο Σπίτι», που πρωταγωνιστεί σ’ έναν πίνακά του και έγραψε στον Γκωγκέν και στον Μπερνάρ, προσκαλώντας τους να τον ακολουθήσουν. Καθώς πάντα αποζητούσε την συντροφιά κάποιου που θα μπορούσε να ονειρευτεί μαζί του, να γίνει συνοδοιπόρος του, ζητά από τον Γκωγκέν να ζήσει μαζί του στην Προβηγκία, μια συμβίωση που θα κατέληγε τραγικά.

Ο ένας πλάθεται από τον άλλον. Ο Βαν Γκογκ θαυμάζει τον Γκωγκέν και προσπαθεί να έρθει προς το δικό του ζωγραφικό μοντέλο, μέχρι που συνειδητοποιεί ότι η πραγματικότητα είναι εκείνη που τον ελκύει και προσπαθεί να την αποτυπώσει όσο περισσότερο μπορεί στην τέχνη του. Όλα έδειχναν μια ιδανική φιλία, βυθισμένη στην τέχνη και τα χρώματα, ώσπου μετά από ένα μήνα συμβίωσης στο Αρλ, οι σχέσεις τους ωχρούν.

 

Εικόνα 4 Το “Κίτρινο Σπίτι”, 1888/ Ελαιογραφία σε μουσαμά Άμστερνταμ Μουσείο Βαν Γκογκ

Σύμφωνα με μαρτυρία του Γκωγκέν, ο Βαν Γκογκ, μια ήρεμη βραδιά σ’ ένα καφέ, χωρίς να έχει προηγηθεί τίποτα, έριξε στον πρώτο ένα ποτήρι με αψέντι. Μετά το περιστατικό ο Γκωγκέν έδειχνε αποφασισμένος να επιστρέψει στο Παρίσι, όμως μετά από παράκληση του Βίνσεντ παρέμεινε στην Προβηγκία. Ο Βίνσεντ διεστανώμενος ότι το τέλος της σχέσης αυτής αλλά και της κοινής καλλιτεχνικής τους πορείας πλησιάζει, βλέποντας ένα βράδυ το Γκωγκέν να φεύγει από το σπίτι, και καθώς τον είχε κατακλείσει το συναίσθημα και η ένταση, έκοψε το αφτί του μ’ ένα ξυράφι. Την επόμενη μέρα η αστυνομία τον βρήκε αναίσθητο στο σπίτι του και ο Γκωγκέν, μετά τα γεγονότα, έφυγε για το Παρίσι.

Τα γράμματα που ακολούθησαν στον Τεό, δείχνουν την ψυχολογική του αστάθεια, καθώς από τη μία ζητά στον Γκωγκέν να μην κρατήσει κακία και από την άλλη τον αποκαλεί μικρό Βοναπάρτη του Ιμπρεσιονισμού. Ωστόσο φαίνεται ότι η περίοδος ανάρρωσής του ήταν ιδιαίτερα γόνιμη, καθώς ο ίδιος είχε πλήρη επίγνωση της κατάστασής του.

Τα χρόνια στο φρενοκομείο

Η επιστροφή του στο Αρλ συνοδεύεται με μια ακόμη απογοήτευση, καθώς οι κάτοικοι της περιοχής υπογράφουν αίτηση ζητώντας τον εγκλεισμό του σε φρενοκομείο. Τον Μάιο του 1889, αποφασίζει να εισαχθεί στο νοσοκομείο του Saint-Remy, προκειμένου να θεραπευτεί. Αλλά η ζωγραφική ήταν πανταχού παρούσα, ακόμα και κατά την παραμονή του στο φρενοκομείο, αφού του δίνεται η άδεια να ζωγραφίσει και έξω από το χώρο του ιδρύματος. Παρά το γεγονός ότι είχε για παρηγοριά την τέχνη διαλύεται συναισθηματικά, για άλλη μια φορά, και χάνει κάθε ελπίδα να γίνει καλά. Με πηγή έμπνευσης τη φύση και στόχο η τέχνη να ανακουφίζει από τα βάσανα της ζωής, ο Βαν Γκογκ φιλοτέχνησε πληθώρα έργων, κατά τον εγκλεισμό του, γεγονός που διαφαίνεται στις επιστολές του αλλά και στην ζωγραφική παραγωγή του.

 

Εικόνα 5 Αυτοπροσωπογραφία με δεμένο αφτί, 1889/ Ελαιογραφία σε μουσαμά, Λονδίνο, Πινακοθήκη Ινστιτούτου Κουρτώ

Αφού πέρρασε ένας χρόνος από την παραμονή του στο φρενοκομείο, ο Βαν Γκογκ εγκαταλείπει την Προβηγκία και πάει για μικρό χρονικό διάστημα στο Παρίσι, θεωρώντας ότι ο νότος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ψυχολογική του αστάθεια. Οι μήνες κυλούσαν ήρεμα και οι πίνακές του άρχισαν να εκτιμιούνται από στο καινούριο Σαλόνι των Ανεξάρτητων, κυρίως από τον Μονέ, Πισαρό και Μπερνάρ. Να σημειωθεί ότι ακόμη και Γκωγκέν του είχε στείλει ένα εγκωμιαστικό γράμμα, παρά τα όσα είχαν προηγηθεί μεταξύ τους.

Ο Βίνσεντ είχε ξανά βρει την όρεξή του, ζωγραφίζοντας το ανοιξιάτικο τοπίο αλλά και την προσωπογραφία του. Συνάπτει στενή σχέση με τον δόκτορα Gachet, όπου του δίνει το βήμα και την ώθηση να συνεχίσει την ζωγραφική του. Όλα δείχνουν να ζωγραφίζονται με αισιόδοξα χρώματα για την ζωή του Βαν Γκογκ, με τις ψυχολογικές κρίσεις να αποτελούν μακρινό παρελθόν, όταν τα προβλήματα που εμφανίζονται στη ζωή του αδελφού του τον πετούν πάλι στο σκοτάδι.

Όταν πέφτει η αυλαία

Επισκέπτεται τον αδελφό του στο Παρίσι, συναναστρέφεται τον Τουλούζ- Λωτρεκ και τον Aurier, αλλά η ηρεμία του έχει πετάξει, σαν χελιδόνι, μακριά. Έτσι τον Ιούλιο του ίδιου έτους κάνει απόπειρα αυτοκτονίας και λίγο αργότερα σβήνει για πάντα και πλαγιάζει δίπλα στα σύννεφα και τα αστέρια. Μετά τον θάνατό του ο αδελφός του, Τεό, θέλησε να οργανώσει εκθέσεις για να επικοινωνήσει το έργο του αδελφού του, όμως ο πρόωρος θάνατός του άφησε τις προσπάθειες στον πάγο. Το όραμά του συνέχισαν φίλοι των δύο αδελφών.

Το 1879 ο Βαν Γκογκ είχε γράψει στον αδελφό του Τεό: «Μέχρι σήμερα δεν έχω βρει εύστοχο ορισμό της τέχνης από αυτόν: ‘Τέχνη είναι η συγχώνευση του ανθρώπου με τη φύση’».

Ο Βαν Γκογκ μπορεί να πέθανε μόνος και άγνωστος στους πολλούς, όμως σήμερα αποτελεί έναν πασίγνωστο και αγαπητό καλλιτέχνη. Το άρθρο που έγραψε γι’ αυτόν ο Albert Aurier το 1890 και η παρουσία των έργων του στο Σαλόνι των Ανεξαρτήτων αποτέλεσε την αρχή της μεγαλειώδης πορείας του. Μετά τον θάνατό του κείμενα του Εμίλ Μπερνάρ και του Aurier είδαν το φως της δημοσιότητας και οδήγησαν σε πληθώρα έργων, μυθιστορημάτων και βιογραφιών για τον βίο και την πολιτεία του.

Ακολούθησε το 1928 ένας αναλυτικός κατάλογος των έργων του, ένα ολόκληρο μουσείο αφιερωμένο στην μνήμη του, στο Άμστερνταμ, αλλά και η δημοσιοποίηση της εκτενέστερης αλληλογραφίας που διατηρούσε, όσο ήταν εν ζωή, με τον αδελφό του, Τεό.

Εικόνα 6 Έναστρη νύχτα, 1889 / Ελαιογραφία σε μουσαμά, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Νέα Υόρκη

Διαφορετικός, ιδιαίτερος και μοναδικός, ο Βαν Γκογκ ξεπέρασε την εποχή του και έμεινε στην ιστορία. Οι πίνακές του αποπνέουν μια συγκροτημένη ελευθερία και συνάμα μια ποίηση ρομαντική, ζωντανή, χρωματισμένη με τα πιο ζωηρά χρώματα. Ο ταραχώδης και αμφιλεγόμενος βίος του, γεμάτος μετακινήσεις, απορρίψεις, λάθη, ομορφιά, φαντάζουν σαν ένα ατέλειωτο παιχνίδι ανάμεσα στην ψυχική οδύνη και το σκοτάδι, τα οποία αποτυπώνονται με έναν μυστηριακό, σχεδόν ιερό, τρόπο σε κάθε καμβά των πολυάριθμων έργων τέχνης του.

Ας αφεθούμε λοιπόν ελεύθεροι κι ας αφήσουμε τους πίνακές του να μας ταξιδέψουν όπου εκείνοι θέλουν, χωρίς συστολές και δεύτερες σκέψεις. Με όχημα την τέχνη, ας περπατήσουμε στους δρόμους που ο Βαν Γκογκ χρωμάτισε, ονειρεύτηκε και απέδωσε κι ας ονειρευτούμε την ζωή με τους δικούς του όρους, έστω και αν αυτό διαρκέσει μόνο λίγα λεπτά.

 

 «Ή θα τρελαθεί ή θα μας ξεπεράσει όλους. Ποιο από τα δύο θα συμβεί πρώτο; εγώ τουλάχιστον δεν είμαι σε θέση να προβλέψω».

Πισαρό για Βαν Γκογκ

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθρο|Charles Bukowski
Επόμενο άρθρο|Κωστής Παλαμάς
Γεννήθηκε ένα ανοιξιάτικο πρωινό του 2001 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στα Βόρεια Προάστεια απέναντι από ένα αθλητικό κέντρο μαζί με τους γονείς της , τη γιαγιά της και το σκύλο της, Φοίβο. Αποφοίτησε από Καλλιτεχνικό σχολείο και τον προηγούμενο Σεπτέμβριο ξεκίνησε να φοιτά στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών στην Αθήνα. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν φυσική εξέλιξη καθώς από τότε που θυμάται τον εαυτό της υποδυόταν ρόλους που έβλεπε σε ταινίες και σειρές και καθόταν άπειρες ώρες μπροστά από έναν καθρέφτη τραγουδώντας και χορεύοντας.