Βροχή που δε λέει να ‘ρθει
Μια φλούδα ουρανός
Στάλα τόση δα από ήλιο
Σύννεφα αποστασιοποιημένα
Που βυσσοδομούν στο παρασκήνιο
Και ξωθιές ανήμπορες σε θνητό κάλεσμα
Ουράνιος υπέργηρος Θόλος χλωμός και
Ουράνια φτερωτά πιτσιρίκια με το κλαδί ελιάς στα χείλη
Με τα Ικάρια φτερά σας με το γλυφό φιλί στο μάγουλο
Καταδικασμένοι και ο χρόνος σας μετρημένος
Κάθε σύννεφο και κρήνη κάθε πέταμά σας ένας ύμνος αηδονιού ηρωικό πρόσταγμα
Ανεπαίσθητο χέρι κραδαίνοντας περίστροφο
Δολοφονεί τ’ αστέρι
Θνητή ευχή τώρα ταξιδεύει σε ευήκοα ώτα
Ιδιοτελές, εγωιστικό σε μεγάλο βαθμό
Ίδιον της ανθρωπινής ράτσας
Οι κάλυκες σκορπισμένοι και το χνώτο του όπλου ακόμη ζεστό
Βορά το νυχτόβιο στολιδάκι στον βωμό ατέρμονης φάρσας
Το θείο μάτι καρφωμένο στον εξώστη ναού
Με το κρυστάλλινο φως δεσποτικών πολυελαίων που φτάνει στις πιο απόμακρες σκοτάδι γωνιές
Εικόνες στεγνών φτενών αγίων
Μερικοί πιο εξοικειωμένοι στα ανθρώπινα παρακαλητά χείλη
Άλλοι όχι…
Ο εξώστης με το αιθέριο πρόσωπο
Ο εξώστης με το ολόγυμνο κορμί γυναίκας παρθένας
Ο εξώστης ο άχραντος προσωπιδοφόρος με τα τίμια γαλαζοπράσινα ματιά
Ο γυναικωνίτης με τα θαλερά γυμνά πόδια με τους μίσχους σκουλαρίκια και με το στεφάνι το πρωτομαγιάτικο
Από ψηλά, ο εκθαμβωτικός τρούλος σχηματίζει στόμα φτύνοντας φύλλα ροδοπέταλα λουλούδια
Στο πάτωμα ζωγραφίζεται χαλί με τα χρώματα της ίριδας κι ένα καλά τεντωμένο ουράνιο τόξο που αντί για θανατηφόρα βέλη εκσφενδονίζει καταπράσινους κλώνους
Είναι πνοή τα άνθη
Πνοή δροσερή γεμάτη οξυγόνο
Το ίδιο συμβαίνει και με τον μυχό της ψυχής
Βροχή που εν τέλει έρχεται
Της γης οι πόροι ακολουθούν με δέος
Καλωσορίζοντας το θεϊκό ράντισμα
Χλόη νοτισμένοι και απέραντοι ωκεανοί
Δρέπουν τον καρπό μετουσιώνοντάς Ζωή!
Αιχμηροί μα ευάλωτοι βράχοι
Εσείς λεπίδες της φύσης
Είναι στιγμή και αφήνεστε στις τιμωρητικές παλάμες άτσαλων κυμάτων
Στιβαρά χέρια από πέτρα και χώμα
Υψώνεστε παραδίνεστε ψυχή τε και σώματι στο ράπισμα το αρμυρό
Ταυτόχρονα κριτές κι αιχμάλωτοι του αβυσσαλέου Ποσειδώνα
Αχλή τανύζει το κορμί της σε νεφώδες μαξιλάρι
Και η πολλά υποσχόμενη Αυγή
Πνίγεται σε χωμάτινα στήθη
Νερό ποταμίσιο γλυκό διασχίζει βουνίσιο κορμί κακοτράχαλο
Λες και χαραμάδα ανάμεσα σε φρύδια πυκνά μελαχρινού άντρα!
Βλάστηση μακάρια…
Δέντρα λουλούδια και θάμνοι
Εξουθενωμένα
Και τι αρμονικά γέρνετε αργά τις ρίζες
Έτσι, αγγίζοντας με τα ακροδάκτυλα το νερό
Στεντόρειες αγγελικές φωνές
Ψίθυροι αισθαντικοί
Θρόισμα του έσχατου φύλλου
Βροχή που έφτασε απάνω στην ώρα
Η χορτασμένη πλάση ευχαριστεί και ανταποδίδει…
Κοιμάται τώρα γαληνεμένη.
Toυ Γιάννη Τρανίδη.
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017.
Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ.
Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό.
Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια…
Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων.
Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία…
Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή…
Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.