Αγάπη μου, σε αγαπώ·

σκύβω το γερασμένο μου πρόσωπο, τον όλεθρό μου,

πάνω από τη μορφή σου,

με το ματωμένο μου χέρι προσπαθώ να προστατεύσω το στέρνο σου,

με τα ραγισμένα μου μάτια παλεύω να σου προσφέρω ένα τρυφερόβλέμμα,

μέσα στη ματαιότητα της αγάπης.

Αγάπη μου, σε αγαπώ·

το ταξίδι μας θα είναι σαν τα νερά γαλήνιου ποταμού μέσα στη νύχτα.

Αφέσου σε τούτα τα νερά –

μήτε στιγμή να μην σκεφτείς αν μαζί μας πλέουν

βγαλμένα μάτια Βούλγαρων αιχμαλώτων,

οι στάχτες των αιρετικών και των απίστων,

τα ακέφαλα κορμιά των στασιαστών.

Αγάπη μου, σε αγαπώ·

έχω εντομοκτόνα και φάκες και παγίδες,

έχω ακουαφόρτε,

έχω βόμβες νετρονίου,

έχω και την αγάπη σου –

τίποτα άλλο, αγάπη μου, τώρα δεν ζητώ.

Αγάπη μου, σε αγαπώ·

κι ας μυρίζουν αίμα τα κανάλια του Άμστερνταμ

(το Μεγάλο Κανάλι της Βενετίας, ο Τάμεσης, ο Σηκουάνας, ο Χάντσον),

κι ας μυρίζουν τα πτώματα κάτω από το νυφικό μας κρεβάτι,

κι ας μυρίζουν οι φλόγες στα βομβαρδισμένα δάση,

κι ας μυρίζει Ζικλόν Β από τις σχάρες του μετρό.

Ξεκινήσαμε πρωί κι είναι μεσημέρι –

ξεκινήσαμε πρωί και τώρα πια τρώμε το δειλινό μας,

είμαστε πουλιά ιστορικά

και τσιμπολογούμε από τις σάρκες των πτωμάτων.

Αγάπη μου, σε αγαπώ·

πρώτα βρίσκουμε τον κατάλληλο Θεό,

έναν που να πετάει κεραυνούς όποτε θυμώνει με τους ανθρώπους,

να ξαμολάει αετούς για να τρώνε το συκώτι όσων διαφωνούν,

να στέλνει τις δέκα πληγές στους εχθρούς μας,

να ανοίγει τη θάλασσα για τους δικούς του

και να την κλείνει για να πνίξει τους κακούς,

να λέει ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστί,

να διατάζει Θάνατος στους απίστους,

με σπαθί που λάμπει-κόφτει να ξεπαστρεύει τα παράσιτα.

Ναι, πρώτα τον βρίσκουμε, θαμπωνόμαστε από το φως του,

κατόπιν γράφουμε το όνομά του

μέσα στα μενταγιόν μας,

πάνω στις βόμβες μας.

Έχουμε ώς τ’ απόγευμα χρόνο αρκετό.

Αγάπη μου, σε αγαπώ·

πρώτα βρίσκουμε τις σωστές παροιμίες,

λέμε πως ένας αράπης θα μας πάρει αν δεν φάμε το φαγητό μας,

λέμε πως οι Εβραίοι σταύρωσαν τον Χριστό,

λέμε πως οι γύφτοι φτιάξανε τα Καρφιά·

κατόπιν βρίσκουμε έναν κακό Χίτλερ

να κάνει τη βρόμικη δουλειά –

να τους φορέσει άστρα και αντεστραμμένα τρίγωνα.

Εμείς τους ανεβάζουμε στο τρένο –

ύστερα τρέχουμε στο σπίτι να πάμε γάλα στα παιδιά.

Αγάπη μου, σε αγαπώ·

πρώτα ξεκινάμε να σκοτώνουμε με τις λέξεις,

πρώτα τις βρίσκουμε, τις γράφουμε με καλλιγραφικά γράμματα:

λαθρομετανάστες, υπερπληθυσμός, εντροπία·

κατόπιν ο καλός Ρομάνο Πρόντι βουλιάζει ένα πλοίο με ογδονταεφτά,

αμέσως λέμε: λαθρομετανάστες, υπερπληθυσμός, εντροπία.

Συχνά-πυκνά κάνουμε εκλογές –

κερδίζει πάντα ο λαός και η δημοκρατία,

εμείς και το μέλλον μας, κατάδικό μας,

ωστόσο οι λέξεις μας παραμένουν:

λαθρομετανάστες, υπερπληθυσμός, εντροπία,

το τραγουδάκι για την κατσαριδούλα,

την μικρή Τερέζα.

Αγάπη μου, σε αγαπώ·

θεματοφύλακες της αγάπης μας είναι ο Θεός και η Εταιρεία,

θεματοφύλακας της αγάπης μας είναι ο Χάρι Τρούμαν,

θεματοφύλακας της αγάπης μας είναι η Αποκάλυψη του Ιωάννη.

Φοράμε τον βαφτιστικό μας σταυρό

και πατάμε το κουμπί –

εκείνο το κουμπί που σκοτώνονται δέκα χιλιάδες χωρικοί κάπου στην Κίνα.

Άσ’ το, λοιπόν, το χεράκι σου, το μικρό σου χέρι.

Αγάπη μου, σε αγαπώ·

ας κάνουμε οικογένειες, ας διαβάσουμε ποιήματα,

ας παίξουμε μονόπολι με τα παιδιά μας.

Βρεθήκαμε σε καιρούς δολοφόνων, τι να κάνουμε; –

ή θα αυτοκτονήσουμε

ή θα ζήσουμε

περνώντας πάνω από τα πτώματα με μικρά πηδηματάκια.

Περπατάω δίπλα σου κι είναι αρκετό –

δεν είναι;

Αγάπη μου, σε αγαπώ·

κάποτε θα έρθει η μέρα της περίλαμπρης δικαίωσής μας.

Κάποτε ο Ασπρογένης θα μας διαλέξει στα δεξιά του,

θα μας φορέσει ωραία ρούχα,

θα μας μαζέψει σε κλειστά βαγόνια,

και θα δώσει εκκίνηση – τσαφ τσουφ, τσαφ τσουφ.

Κι όσοι μείνουν, θα συνεχίσουνε να παίζουνε μονόπολι με τα παιδιά τους –

κανείς δεν θα κοιτάξει προς τα κλειστά βαγόνια,

αυτό δεν είναι η αγάπη;

Ναι, αγάπη μου, σε αγαπώ·

δώσ’ μου το χεράκι σου –

και θα είναι το ταξίδι μας

σαν μια ολάνθιστη πομπή των μύρων

μεχρι το σεσημασμένο δέρας,

μ έ χ ρ ι το φούρνο του Άουσβιτς.


 

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθρο«απλώνομαι σαν ένα άχρωμο σύννεφο στην μνήμη σου»
Επόμενο άρθροΣτον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.