Ακόμα φοβάμαι ν’ ανοίξω την πόρτα το βράδυ.

Κι αν καμιά φορά ανέμελος πετάγομαι στο δρόμο,

ένα χέρι είναι, όπως και τότε, που πισθάγκωνα με δένει,

ενώ ξοπίσω μου αόρατοι φυλάγαν να μ’ αρπάξουν

νομάτοι τρεις χιλιάδες, μαγκουροφόροι, τέως χίτες,

κουκουλοφόροι και ραβδάτορες της τρισενδόξου Μεσσηνίας.

Αθήνα, πόλη επική και χαμένη.

Εδώ αφήσαν τη ζωή τους

«λεβέντες» αγαπητικοί και φουστανελοφόροι,

ενώ σε παρακείμενα νυχτόβια μπαράκια πεντέμισι και κάτι

εραστές της αειπάρθενης Γκόλφως

τσοπαναραίοι με κοστούμι κι αόρατη αγκλίτσα

κατέθεταν το στερνό δάκρυ τους

στη μεγάλη ιστορία του τόπου.

Τη μάνα μου τη λέγαν Αγλαΐτσα,

ίδιο το όνομα της Καραγκιόζαινας,

ενώ τα κολλητήρια, που είχε το μάτι τους θολώσει

για ψωμί και για παπούτσι,

πήραν τους δρόμους σβάρνα, αδέσποτα, για γόπες.

Αθήνα, πόλη επική και χαμένη.

Εκείνοι που παίρνουν βιαστικοί

το τελευταίο τραίνο της νύχτας σου

έχουν μια θλίψη στα μάτια.

Κάνουν Πρωτοχρονιά στους δρόμους,

αυτοί κι ο εαυτός τους, κι ο νέος χρόνος τους βρίσκει

με τράκα ένα τσιγάρο από τον άγνωστο διαβάτη.

Γι’ αυτό και συ, αγάπη μου, μην ησυχάζεις στην ιδέα

πως δεν θα με ξαναβρείς μπροστά σου πια ποτέ.

Πέντε δρόμοι είν’ η Αθήνα

και εδώ κλειστήκαμ’ όλοι, κάθε καρυδιάς καρύδι,

κι εκείνο κει το πούστικο τ’ απωθημένο

που δεν λέει ποτέ να βγει,

καθώς έγραφε κι ο φίλος Ταβάνης.

Θα συναντηθούμε, αγάπη μου,

εκεί που δεν θα το περιμένεις,

ενώ εσύ θα ’χεις «αρνηθεί» μόλις πριν από λιγάκι

και το τελευταίο παιδικό σου απόγευμα,

κι εγώ μονάχος θα γυρνώ

έχοντας ξεράσει — άδειος — στο Βοτανικό ή στη Βάθη

μαζί με το ούζο στον υπόνομο

και το τελευταίο πελοποννησιακό μου όνειρο,

έχοντας ξεράσει, τελείως, ακόμα και σένα.

Οι κλειστές μπλούζες

είναι για να κρύβουν τις σκοτεινές αραχνιασμένες τρύπες

που άφησαν οι αόρατες σφαίρες μες στα σπλάχνα μας

στα παιδικά μας χρόνια.


Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροΣημεία Ζωής, Λίνα Βαταντζή
Επόμενο άρθροΤέλος, Γρηγόρης Σακαλής
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.