Μέσα σε όνειρα και απατηλούς καθρέπτες, κάπου ανάμεσα στο έγκλημα και την τέχνη, γεννήθηκε μια πένα που έμελλε να χαρίσει κάποια από τα σπουδαιότερα έργα της δραματουργίας. Η Κλαιρ και η Σολάνζ, βγαίνουν σ’ ένα αόρατο μπαλκόνι και προσφέρουν λουλούδια σε μια Μαντόνα. Ένας Ζαν έγινε ο γνωστός, σε όλα τα μήκη και πλάτη, Ζενέ. Πίσω από τα ξερά σίδερα της φυλακής, άνθισε σαν νυχτολούλουδο στον ξάστερο ουρανό της δραματουργίας.

Με σκηνικό το Παρίσι του ’40 θα ιχνηλατήσουμε, σαν ντεντέκτιβ, τη ζωή ενός από τους πιο αινιγματικούς συγγραφείς όλων των εποχών. Θα μπούμε σε δωμάτια πνιγμένα στα λουλούδια, θα περάσουμε δίπλα από καταγώγια και οίκους ανοχής, θα φορέσουμε γάντια από καουτσούκ με βράδυνες τουαλέτες και θα προσπαθήσουμε να κλέψουμε λίγη από την ποιητικότητα του πιο αιρετικού Γάλλου θεατρικού συγγραφέα.

Ο Ζαν Ζενέ γεννήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1910 στο Παρίσι. Νόθο παιδί που εγκαταλείφθηκε από τη μητέρα του και μεγάλωσε σε μία οικογένεια αγροτών. Στην τρυφερή ηλικία των δέκα ετών, πιάστηκε να κλέβει και στα δώδεκα του έφερε και επίσημα τον τίτλο του «κλέφτη». Πέρασε ένα μέρος της εφηβείας του, μέχρι τα δεκαοκτώ του χρόνια, στο διαβόητο αναμορφωτήριο του Μετρέ. Τα χρόνια αυτά τα περιέγραψε αργότερα στο μυθιστόρημα του «Το θαύμα του ρόδου» («Miracle de la rose», 1946). Αν και ακροβατούσε ανάμεσα το έγκλημα και την παραβατικότητα, ήταν άριστος μαθητής γι’ αυτό, τον έστειλαν λίγο έξω από το Παρίσι, για να μάθει το επάγγελμα του τυπογράφου. Ωστόσο το σινεμά ήταν εκείνο που τον γοήτευε πραγματικά, αν και με τη γραφή καθιερώθηκε παγκοσμίως και έγινε ο «Άγιος Ζενέ», σύμφωνα με τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ.

Ξεκίνησε να γράφει το 1942, ενώ ήταν φυλακισμένος για κλοπή στο Φρεν. Εκεί δημιούργησε την δική του Παναγία, μια  Παναγία των λουλουδιών («Notre-Dame des Fleurs», 1943), όπου απεικονίζει έντονα τον προπολεμικό υπόκοσμο της Μονμάρτης των τραμπούκων, των μαστροπών και των διεστραμμένων.

Το ταλέντο του μεγάλο, τόσο μεγάλο που ήταν αδύνατον να κρατηθεί μες τους τέσσερις τοίχους. Η πένα του προσέλκυσε αρχικά την προσοχή του Ζαν Κοκτώ και αργότερα του Ζαν-Πωλ Σαρτρ και της Σιμόν ντε Μποβουάρ, και ήταν εκείνη που θα τον έσωζε όταν θα φυλακιζόταν για δέκατη φορά και θα κινδύνευε με ισόβια. Μια ομάδα γνωστών συγγραφέων απευθύνθηκε εκ μέρους του στον τότε πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, Βενσάν Οριόλ, ο οποίος ανταποκρίθηκε και του χορήγησε «χάρη προκαταβολικά».

Με τα έργα του «Οι Δούλες» («Les Bonnes», 1947) και «Υψηλή επίβλεψη» («Haute Surveillance», 1949), φανερά επηρεασμένος από τον κόσμο της φυλακής, θίγει ζητήματα ταυτότητας, που θα απασχολήσουν αργότερα και τους Ιονέσκο και Μπέκετ, ηγετικές μορφές, μαζί με το Ζενέ, του θεάτρου του Παραλόγου, σύμφωνα με τον Έσσλιν. Ακολούθησαν «Το Μπαλκόνι» («Le Balcon», 1956), «Οι Νέγροι» («Les Nègres», 1958) και «Το Παραβάν» («Les Paravents», 1961), έργα ιδιαίτερα, που σοκάρουν και αφήνουν την φαντασία να περιπλανηθεί σε δρόμους αδιάβατους.

Αγάπησε πολύ και βαθιά, μέσα στον κόσμο των ακροβατών και του τσίρκου. Το άρωμα του πόθου, είχε το όνομα Αμπντάλα Μπεντάγκα. Ο εικοσάχρονος ακροβάτης, που έμελλε να σημαδέψει με γκρίζα χρώματα τη ζωή του Ζενέ.

Του αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι, του έδωσε κάθε σπιθαμή της ύπαρξής του, σκηνοθέτησε τις ακροβατικές του παραστάσεις, πλήρωσε τους καλύτερους εκπαιδευτές και τελικά τον εγκατέλειψε, μετά από έναν τραυματισμό του Αμπντάλα.

Ο  Αμπντάλα αυτοκτονεί και ο Ζενέ χορεύει ένα ταγκό με την κατάθλιψη, καταστρέφει τα χειρόγραφά του και ανακοινώνει ότι δεν θα ξανά γράψει ποτέ.

Μάλιστα ο Νίκος Παπατάκης, φίλος του Μπεντάγκα, ορμώμενος από την τραγική αυτή ιστορία γύρισε τους  «Ισορροπιστές»  («Les équilibristes») με τον Μισέλ Πικολί στον κεντρικό ρόλο. Μια ταινία, φόρος τιμής στον καλό του φίλο.

Το πολιτικό στίγμα του εμφανές σε κάθε του έργο. Αναρχικός, ακραίος στη ζωή και στις απόψεις, απέρριπτε σχεδόν όλες τις μορφές κοινωνικής πειθαρχίας.

Έγραψε για λουλούδια, για μια άνοιξη αλλόκοτη, φανταστική. Άνοιξη έμελλε να φύγει. Εκεί που τα λουλούδια ανθίζουν και δίνουν ζωή στην πλάση, που φέρνουν την ελπίδα και το φως, ο Γάλλος δραματουργός, άφησε την τελευταία του πνοή, μόνος, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, στο Παρίσι. Ο καρκίνος τον πήρε μακριά από τον κόσμο, που ονομάζουμε πραγματικό, και τον τοποθέτησε στον δικό του φανταστικό, σαν εκείνους που έγραφε.

Και ίσως εκεί που βρίσκεται τώρα να συνομιλεί με κάποια κυρία που περιμένει, πνιγμένη στα γαρύφαλλα και τα τριαντάφυλλα, τον κύριό της, να ζεσταίνει λίγο τίλιο με γεύση γκαρντενάλ και μια βασίλισσα να του κάνει αέρα σε κάποιο σκοτεινό δρομάκι της Μονμάρτης.

 

Αρχηγός: Γιατί μετά, το μόνο που θα μου απομένει πια, θα είναι ν’ αναπαύομαι. Άλλωστε από μια αιφνίδια αδυναμία των μυών μου θα καταλαβαίνω πώς η εικόνα μου δραπετεύει από μένα και τρέχει να καταστρέψει τους ανθρώπους. Τότε θα είναι επί θύραις το ορατό μου τέλος.

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθρο|Kώστας Καρυωτάκης
Γεννήθηκε ένα ανοιξιάτικο πρωινό του 2001 στην Αθήνα. Μεγάλωσε στα Βόρεια Προάστεια απέναντι από ένα αθλητικό κέντρο μαζί με τους γονείς της , τη γιαγιά της και το σκύλο της, Φοίβο. Αποφοίτησε από Καλλιτεχνικό σχολείο και τον προηγούμενο Σεπτέμβριο ξεκίνησε να φοιτά στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών στην Αθήνα. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν φυσική εξέλιξη καθώς από τότε που θυμάται τον εαυτό της υποδυόταν ρόλους που έβλεπε σε ταινίες και σειρές και καθόταν άπειρες ώρες μπροστά από έναν καθρέφτη τραγουδώντας και χορεύοντας.