Το τελευταίο διάστημα γινόμαστε μάρτυρες μιας πρωτόγνωρης προσπάθειας για αποκατάσταση της συλλογικής μνήμης μέσω της αποκαθήλωσης αγαλμάτων αποικιοκρατών δουλέμπορων. Η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ με καθαρά ρατσιστικά αίτια από αστυνομικό στη Μινεάπολη της Μινεσότα, έδωσε αφορμή για την αναζωπύρωση της γενικευμένης οργής που επικρατεί παγκοσμίως αναφορικά με τις ρατσιστικές ιδεοληψίες. Δε θα σταθώ περισσότερο στην έκταση που έχουν πάρει οι διαδηλώσεις ενάντια στο ρατσισμό που εκδηλώνονται σε παγκόσμιο επίπεδο, γιατί μας γίνονται γνωστές καθημερινά. Στο κείμενο θα προσπαθήσω να αναπτύξω εν συντομία την άποψη μου γύρω από το φαινόμενο της αποκαθήλωσης μνημείων που παρατηρείται αυτήν την περίοδο.
Εδώ βλέπουμε το άγαλμα του Edward Colston να γκρεμίζεται από το βάθρο του και να καταλήγει στο νερό από τους διαδηλωτές. Ο Edward Colston υπήρξε δουλέμπορος των τελών του 17ου αιώνα, και δωρητής της πόλης του Μπρίστολ. Στην πόλη της νοτιο-δυτικής Αγγλίας, ένας άνθρωπος που μέχρι το 1680, δραστηριοποιήθηκε στο εμπόριο σκλάβων ως μέλος της Royal African Company (κάτοχος μονοπωλίου στο αγγλικό εμπόριο αφρικανικών σκλάβων), είχε γίνει άγαλμα και στεκόταν σκεπτικός σε υψηλή βάση και αποτελούσε ένα μνημείο για την πόλη.
Προκαλεί εντύπωση νομίζω η αναγωγή σε άγαλμα, σε κάτι που προσφέρει δηλαδή αγαλλίαση, και σε μνημείο κατ’ επέκταση ενός βασανιστή που εκμεταλλεύτηκε χιλιάδες ανθρώπους στο βωμό του χρήματος και της δυτικής κυριαρχίας.
Εδώ, βλέπουμε ένα από τα πολλά μνημεία προς τιμήν του Βασιλιά Λεοπόλδου Β’ στο Βέλγιο που βανδαλίστηκαν τις τελευταίες μέρες. Ο αποικιοκράτης βασιλιάς, ιδρυτής της Δημοκρατίας του Κογκό και υπεύθυνος για δολοφονίες χιλιάδων δούλων με τη δικαιολογία της μη παραγωγικότητας τους, έχει «στολίζει» με πολλούς ανδριάντες όλο το Βέλγιο. Με αφορμή τις αντιρατσιστικές διαδηλώσεις που ακολούθησαν τη δολοφονία Φλόιντ, πολλά αγάλματα προς τιμήν του, έχουν καταστραφεί και κάποια απομακρυνθεί κατόπιν ενεργειών των διαδηλωτών.
Ενδεικτικά έγινε αναφορά στα δύο αυτά αγάλματα που κάποτε στόλιζαν τους δρόμους δύο πάλαι πότε κραταιών αποικιοκρατικών δυνάμεων, της Αγγλίας και του Βελγίου, και θύμιζαν ένα παρελθόν που θα έπρεπε να μας τρομάζει. Και θα έπρεπε να μας τρομάζει όχι αυτή καθ’ αυτή η ιστορία που θα μας πληγώνει συχνά πυκνά και που θα είναι εκεί αιώνια κριτής μας, αλλά η αναγωγή σε μνημεία μορφών που «ανδριαντοποιήθηκαν» δολοφονώντας αναίτια και χάριν μιας ανάγκης για κυριαρχία. Η αποικιοκρατική δράση της νεότερης ιστορίας θα έπρεπε να αποτελεί τη μεγαλύτερη πληγή του νεότερου δυτικού κόσμου και να μνημειοποιείται. Να μνημειοποιείται όμως η κτηνωδία, ο πόνος και η συμφορά που προκάλεσε σε εκατομμύρια ανθρώπων η ανεξέλεγκτη ανάγκη για επικυριαρχία. Το μνημείο συνιστά φορέα συλλογικής συνείδησης. Στη συλλογική συνείδηση λοιπόν, πρέπει να αποτυπωθεί η νέα αντίληψη του σύγχρονου κόσμου που θα πρέπει να αναγνωρίζει τα ιστορικά λάθη του παρελθόντος, να αποδίδει φόρο τιμής σε όσους άδικα χάθηκαν, και να προωθεί την αλληλεγγύη, την ισότητα και την απροκάλυπτη ενότητα λαών κι ανθρώπων.
Τα μνημεία αποικιοκρατών που κοσμούν ευρωπαϊκές και όχι μόνο πόλεις αποτελούν καλλιτεχνικές παρεμβάσεις ασύγχρονες, άκαιρες και προσβλητικές στη φαινομενική έστω, πορεία προς την εξάλειψη των διακρίσεων. Οι διαδηλωτές που μάχονται κατά του ρατσισμού, πραγματοποιούν θα λέγαμε κάποιου είδους παρεμβάσεις με κοινωνικο-πολιτική αλλά και καλλιτεχνική διάσταση, καταστρέφοντας αυτά τα μνημεία. Βλέποντας κανείς από τη σκοπιά της εννοιολογικής τέχνης τις δράσεις αυτές, αντιλαμβάνεται πως οι αποκαθηλώσεις μνημείων συνιστούν μια προσπάθεια για ρήξη με την αποικιοκρατική ιδέα και όχι με τα ίδια τα αγάλματα. Οι διαδηλωτές, δίνουν μια συγχρονική διάσταση στα μνημεία αυτά βανδαλίζοντάς τα. Και εμείς γινόμαστε θεατές των παρεμβάσεων αυτών και της προσπάθειας τους για αποκατάσταση της μνήμης.
Φυσικά υπάρχουν κι άλλες διαστάσεις του επίμαχου θέματος. Δηλαδή, ποιος θα κρίνει τι έρχεται σε σύγκρουση με το νέο πολιτικό ιδεολόγημα; Ποιος θα κρίνει τι αμαυρώνει την ιστορία και τη μνήμη της ανθρωπότητας; Ο καθένας μπορεί επειδή βρίσκει αρνητική μια περίοδο της ιστορίας, να αρχίσει να ξηλώνει όσα μνημεία τον εξοργίζουν; Θα σταθώ πολύ συνοπτικά σε ανάλογα πιθανά ερωτήματα. Το κείμενο δεν είναι μια προτροπή στον βανδαλισμό μνημείων κατά βούληση. Απλά αναδεικνύει έναν προβληματισμό αναφορικά με το τι μνημειοποιείται σήμερα, τι εξακολουθεί να συνιστά μνημείο και ποιες ενέργειες γίνονται σήμερα για αποκατάσταση της μνήμης σφαλμάτων του παρελθόντος.
Δε θα ήθελα να συνεχίσω περαιτέρω αυτή τη συζήτηση γιατί είναι δαιδαλώδης και ήδη έχω μακρηγορήσει. Σε κάθε περίπτωση σας θέτω κάποια ερωτήματα που θα διευκολύνουν τον περαιτέρω συλλογισμό σας πάνω στο επίμαχο θέμα. Θεωρείτε πως η αποικιοκρατία έχει λόγο να τιμάται και να εξακολουθεί να συνιστά μνημεία με τις μορφές μεγάλων σφαγέων της ανθρωπότητας; Είναι τόσο βίαιη και λανθασμένη η συμβολική παρέμβαση διαδηλωτών που αποκαθηλώνουν μνημεία που προάγουν το μίσος; Τι φοβόμαστε παραπάνω: το παρελθόν μας ή το μέλλον μας;
Γράφει η Ζωή Αμοιρίδου.
Γεννήθηκε το 1999 στην Κέρκυρα, όπου και μεγάλωσε, ενώ από το 2017 μένει στη Θεσσαλονίκη όπου σπουδάζει στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Θέλει να γίνει ιστορικός τέχνης γιατί η τέχνη τη συγκινεί όσο τίποτα. Συμμετέχει εθελοντικά στο φεστιβάλ κινηματογράφου, στην ArtThessaloniki και στο OpenHouse. Τριγυρνά σε μουσεία και γκαλερί. Αγαπά τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο ,τη λογοτεχνία και όποτε της έρθει γράφει και κανένα ποίημα. Της αρέσουν τα ταξίδια, οι βόλτες με φίλους, οι καφέδες σε τζαζ ρυθμούς και τα κρασιά με υπόκρουση Μάλαμα. Θέλει να συζητά, να γνωρίζει ανθρώπους που θαυμάζει, να κερδίζει γνώσεις. Κλαίει, όσο γελά. Πάρα πολύ.
Η στήλη της VitArt, είναι η προσπάθεια της να μιλήσει περί Τέχνης, για τα περί της Ζωής. Κάποτε σε πεζό λόγο, κάποτε σε ποιητικό.