Θεσσαλονίκη- Αθήνα
Αύγουστος 2019
Οι μέρες περνούσαν κι ένα πέπλο μαγείας τύλιγε ακόμη πιο σφιχτά τον αλαβάστρινο λαιμό του. Η θνητή του φύση δεν έμελλε να αποκαλυφθεί.
Να’ ταν οι Μοίρες που είχαν σταλάξει στα χείλη του αθάνατο νερό;
Μην ήταν ο Δίας που είχε καρφώσει στα μπλε του μάτια δύο πολυμήχανους κεραυνούς;
Ή μήπως η Κίρκη που σιγοτραγουδούσε κάθε βράδυ το πιο γλυκό της ξόρκι;
Απ’ τους ξανθούς βοστρύχους του έσταζε πάντα μία στάλα μέλι. Μέλι ανακατεμένο με μελάνθιον δαμασκηνόν.
– Εσύ. Θυμίζεις πρίγκιπα. Εγώ. Θεά της τύχης. Της ευτυχούς συγκυρίας του πιο όμορφου, απροσδόκητου συμβάντος. Του μη προβλέψιμου, ανίκητου έρωτα.
Είπε. Η φεγγαρένια. Κι αποκοιμήθηκε. Δεν ήταν όνειρο. Ήταν Δεκαπενταύγουστος.