Σε μυρίζουν στα μπαλκόνια τα ακατοίκητα, ξεχασμένοι βασιλικοί απότιστοι από πέρσι.
Στα άνθη σου φώτα παιχνιδίζουν και αρώματα στήνουνε πλεκτάνες.
Πώς μπλέξανε μπαχάρια με ξύλα σε γειτονικά θροΐσματα;
Πώς έσβησε της γης το φως, όταν σου μιλήσαν τα φεγγάρια;
Μιας κοφτής ανάσας το ρυθμό αγγίζεις και σκορπάς φιλιά με άρωμα σαφράν.
Έκρυψες στη σκιά σου δυο πυγολαμπίδες που σου γνέψανε γλυκά.
Στις ζάρες σου εναπόθεσαν την αγάπη μιας βραδιάς και βαλθήκαν να μετράν.
Πόσα όνειρα να’ χαν δει με άρωμα γιασεμί;
Πόσο κοντά είναι στο όνειρο που μοιάζει πνιγμός η πνοή του.
Κι έγινες εσύ που έδινες χρώμα στη φυγή, πνοή θα γίνεις ερημική.
Κλείσε τα μπουμπούκια σου.
Θα στα μαράνουνε.
Άνθισέ τα, όταν σου στείλουνε φιλιά από μακριά κι ακούσεις πως δεν τους μυρίζεις πια.
Γράφει η Ζωή Αμοιρίδου.
Γεννήθηκε το 1999 στην Κέρκυρα, όπου και μεγάλωσε, ενώ από το 2017 μένει στη Θεσσαλονίκη όπου σπουδάζει στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Θέλει να γίνει ιστορικός τέχνης γιατί η τέχνη τη συγκινεί όσο τίποτα. Συμμετέχει εθελοντικά στο φεστιβάλ κινηματογράφου, στην ArtThessaloniki και στο OpenHouse. Τριγυρνά σε μουσεία και γκαλερί. Αγαπά τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο ,τη λογοτεχνία και όποτε της έρθει γράφει και κανένα ποίημα. Της αρέσουν τα ταξίδια, οι βόλτες με φίλους, οι καφέδες σε τζαζ ρυθμούς και τα κρασιά με υπόκρουση Μάλαμα. Θέλει να συζητά, να γνωρίζει ανθρώπους που θαυμάζει, να κερδίζει γνώσεις. Κλαίει, όσο γελά. Πάρα πολύ.
Η στήλη της VitArt, είναι η προσπάθεια της να μιλήσει περί Τέχνης, για τα περί της Ζωής. Κάποτε σε πεζό λόγο, κάποτε σε ποιητικό.