Μια κεραμιδόγατα κάνει βόλτα όλο το δυάρι και δεν με αφήνει να ησυχάσω. Μάταια προσπαθώ να κοιμηθώ γιατί όλο και στριφογυρίζει στο μυαλό μου μια μικρή πατούσα που μου ψιθυρίζει πως είμαι χαμένη φύσει, θέσει και τα συναφή.
Και χωρίς να μπορώ να αντισταθώ, νιώθω πως με πνίγει της τριχιάς της η δίνη. Αγκαλιάζω σφιχτά το μαξιλάρι, κλείνω δύναμη τα βλέφαρα μου και βάζω μπαμπάκι στα αυτιά μου, μήπως και αγνοήσω τα τριγύρω νιάου νιάου.
Σκάσε βρε πουλάκι μου, της ψιθυρίζω, μου χεις φάει τη ζωούλα βρε ψιψίνι. Το αυτί της όμως δεν ιδρώνει, μα μόνο τινάζεται σαν φρεσκοπλυμένο σεντόνι σε αυγουστιάτικη μπουγάδα και περήφανο σαν είναι, χάδια δεν επιζητεί.
Τα καταφέρνει και σηκώνομαι και την κοιτώ να τρώγεται που κανείς μαζί της δεν ασχολείται και για κάποιο λόγο ξεκινά να με περιεργάζεται. Έκθαμβη την κοιτώ να περιφέρεται τριγύρω μου, να θέλει να κάνει κλωστούλες το βρακί μου και εκδίκηση να πάρει που δεν της κάνω κάποια χάρη.
Μπάστα, της λέω, Κεραμίδω, δώσε μου λίγο χρόνο να σενιαριστώ. Ρίχνω πάνω μου ένα τισέρτ και τρέχω να της φέρω γάλα για να πιει κι ας είναι και ρόφημα βρώμης στην τελική.
Τώρα ψιψίνα, νιαούρισε μου ελεύθερα όσα θες.
Δειλά απλώνει το πατούσι της προς το μπολ και κούτσα κούτσα κάνει μια πρώτη δοκιμή.
Φαίνεται να το εγκρίνει και κινά τον πόνο της να απαγγείλει.
Ζωή, συγγνώμη που σου χάλασα τον ύπνο, αλλά τι να κάνουμε, καποιονώνε οι ζωές είναι πιο σημαντικές.
Λοιπόν, Ζωή, δεν νιώθω όπως πριν, και μου φαίνεται πως έχει μείνει η ζωή μου μισή.
Το ξέρω βαρύγδουπα ακούγονται αυτά, αλλά είμαι και ντράμα κουίν και δεν ξέρω πως να τα διαχειριστώ όλα αυτά.
Και θα αναρωτιέσαι τι έχει αλλάξει τελικά, και θα στο πω με το χέρι στην καρδιά.
Δεν μπορώ άλλο να χάνω τόσες τρίχες σε βάση καθημερινή, γιατί φοβάμαι πως θα μείνω μια κεραμιδόγατα καραφλή.
Και που πάνε όλες μου οι τρίχες ρε Ζωή; Ελπίζω να τις κρατάς για το καπιλαρίν.
Και όταν όλες οι κοκκινωπές μου τούφες θα χουν φύγει, τι θα με κάνεις σε αυτό το σπίτι;
Την βλέπω που έχει θολώσει και που έχει από το κλάμα βαλαντώσει και παίρνω εγώ τον λόγο να της εξηγήσω τον παράλογο της φόβο.
Ουφ ψιψίνα μου και ωπαλάκια, πως σου τα σκάσανε έτσι τα απολεσθέντα σου κοκκινωπά φουντάκια;
Είσαι μια όμορφη, κεραμιδοζουζούνα και πρέπει να πιστέψεις πως αυτό δεν αλλάζει, όσο τρίχωμα κι αν χάνεις.
Τα τριχάκια σου πάντα τα πετώ και κρατάω μόνο τούφες καμιά δυο, για να μπορώ να σε αγαπώ, ακόμα κι όταν εμείς μαζί δεν κάνουμε χωριό.
Μα ακόμα κι αν σου πέφτανε όλα τα μαλάκια, θα πηγαίναμε στην Τουρκία μαζί για φθηνό καπιλαρίν.
Και το πατούσι σου θα σου κρατούσα και γλυκά θα σου τραγουδούσα με τις δυο νότες που ξέρω να πατώ, πως είσαι το πιο λευκό χρώμα της σκέψης μου, και πως σ’ αγαπώ.
Και τότε στα μάτια με κοιτάει και πιστεύω έλαβα τη θεία χάρη αφού μου χαϊδεύει με το πατούσι τα μαλλιά. Κρυφά βέβαια ελπίζω να μη δρα εκδικητικά και να θέλει τούφες να μου πάρει για να αναπληρώσει τη δικιά της χάρη.
Και ύστερα βολεύεται στην κοιλιά μου αραχτή, σαν να μου λέει μπράβο, ήσουνα καλό παιδί. Και δεν θέλω να την ξυπνήσω κι ας μείνω άλλη μια νύχτα δίχως ύπνο. Έτσι κι αλλιώς πάντα δεν αγρυπνά κανείς για ένα γατί ή για ένα γιατί;
*Ευχαριστώ πολύ την Αλεξάνδρα που απλόχερα μοιράστηκε μαζί μου στιγμές της Πίνατ, μιας γάτας ανήσυχης που θα μπορούσε άνετα στην παραπάνω παρανοϊκή ιστορία να πρωταγωνιστεί.
*Γράφει η Ζωή Αμοιρίδου.
Γεννήθηκε το 1999 στην Κέρκυρα, όπου και μεγάλωσε, ενώ από το 2017 μένει στη Θεσσαλονίκη όπου σπουδάζει στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Θέλει να γίνει ιστορικός τέχνης γιατί η τέχνη τη συγκινεί όσο τίποτα. Συμμετέχει εθελοντικά στο φεστιβάλ κινηματογράφου, στην ArtThessaloniki και στο OpenHouse. Τριγυρνά σε μουσεία και γκαλερί. Αγαπά τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο ,τη λογοτεχνία και όποτε της έρθει γράφει και κανένα ποίημα. Της αρέσουν τα ταξίδια, οι βόλτες με φίλους, οι καφέδες σε τζαζ ρυθμούς και τα κρασιά με υπόκρουση Μάλαμα. Θέλει να συζητά, να γνωρίζει ανθρώπους που θαυμάζει, να κερδίζει γνώσεις. Κλαίει, όσο γελά. Πάρα πολύ.
Η στήλη της VitArt, είναι η προσπάθεια της να μιλήσει περί Τέχνης, για τα περί της Ζωής. Κάποτε σε πεζό λόγο, κάποτε σε ποιητικό.