Φθινοπώριασε…Προς τι όμως η ανάγκη για παντοτινό ήλιο;
Εμείς είμαστε στρατευμένη στην ανακάλυψη του θείου φωτός…
Μακριά από τους ανθρώπους που φθίνουν με τις εποχές…
Φθινόπωρο…
Η βάρκα μας μετέωρη μες στην ασάλευτη ομίχλη
Επιστρέφει στο λιμάνι της δυστυχίας…
Στην απέραντη πολιτεία με τον ουρανό λεκιασμένο από φωτιά και λάσπη…
Κουρέλια που σαπίζουν…
Μουσκεμένο στη βροχή ψωμί….
Μέθη…
Μέθη…
Μέθη…
Και χιλιάδες έρωτες που με σταύρωσαν…
Δε θα σταματήσει πια αυτή η λάμια να εξουσιάζει εκατομμύρια ψυχές και σώματα νεκρών που θα αντιμετωπίσουνε τη θεία κρίση…
Ο εαυτός μου…
Κοιτάζω πάλι τον εαυτό μου…
Κοιτάζομαι ξανά…
Το δέρμα μου φαγωμένο από το πύο και την πανούκλα…
Τα μαλλιά μου σκουλήκια και στην καρδιά μου παντού σκουλήκια …
Ξαπλωμένος ανάμεσα σε άγνωστους χωρίς ηλικία, χωρίς αισθήματα…
Θα μπορούσα να πεθάνω εδώ…
Τι φριχτή ανάμνηση…;;
Σιχαίνομαι την κακομοιριά και ο χειμώνας με τις ανέσεις του με φοβίζει…
Καμιά φορά βλέπω στον ουρανό απέραντες ακτές…
Πλημμυρίζουν από χαρούμενα έθνη ντυμένα στα λευκά…
Από πάνω μου ένα μεγάλο χρυσό καράβι με τις πολύχρωμες σημαίες του
Να ανεμίζουν στην πρωινή αύρα…
Επινόησα όλες τις γιορτές…
Έζησα όλους τους θριάμβους…
Όλα τα δράματα…
Προσπάθησα να δημιουργήσω καινούργια λουλούδια…
Καινούργια άστρα…
Καινούργια σώματα…
Καινούργιες γλώσσες…
Πίστεψα ότι απέκτησα υπερφυσικές δυνάμεις…
Και λοιπόν;;;
Πρέπει να θάψω μια για πάντα τη φαντασία μου και τις αναμνήσεις μου…
Η μεγάλη δόξα του καλλιτέχνη έχει πάει περίπατο…
Θα ζητήσω συγγνώμη που έζησα μες στο ψέμα και φύγαμε…
Ούτε ένα αγαπημένο χέρι….
Ούτε ένα..;
Πουθενά βοήθεια…
Πουθενά..;
Γεννήθηκε και ζει στη Δράμα. Στην Κομοτηνή, σπούδασε Νομική. Ανάμεσα στις πολλές ώρες στα πολλά βιβλία και σημειώσεις για τη σχολή, έβρισκε χρόνο για να διαβάζει και τα άλλα, τα λογοτεχνικά. Αν ρωτήσει κανείς έναν φίλο της, θα την χαρακτηρίσει με δυο λέξεις: βιβλία και καφές.
Στο «Ολόγραμμα» παρουσιάζει – προτείνει βιβλία –όλων των ειδών- που αγαπά και θεωρεί άξια προσοχής.