Άλκηστις κρυμμένο βαθιά ριζικό και Άλκηστις μοίρα δική μου

όπου την ευτυχία ξάφνου ένα πρωί

νομίζοντας ότι δεν άντεχα άλλο

ιδού το πρόσωπο σου στα χέρια μου

η βάρκα που τη βρίσκεις στο μικρό λιμανάκι

δέκα μέρες χωρίς τον ψαρά μέσα

και το κορμί σου ιδού λατομείο κλειστό

όπου καθόμουν περιμένοντας στην άκρη ν’ ακούσω την έκρηξη

μονάχος, Άλκηστις, ανέκραξα.

Στο βάθος μου έρχεσαι, εισχωρείς,

και τα λόγια μου όπως πέντε ορτύκια

μέσ’ απ’ τα χαλάσματα πετούν τρομαγμένα.

Τα χέρια μου πιάνεις

και αυτά σε προσμένουν, όπως η τροφός τα δυο παιδάκια

που τα πάει βόλτα μετά τον πυρετό, σε προσμένουν.

Στο βάθος μου έρχεσαι, εισχωρείς,

ή στο όνειρο κάποτε που σ’ έχασα κι έγινε ξάφνου σκηνή περιπλανώμενου, ο ύπνος μου, θιάσου

όπου ο αέρας έριξε το σκηνικό

και έμεινε μονάχα η λάμπα θυέλλης, το σταμνί με το νερό

και το χέρι μετέωρο, με τα σχοινιά,

που κινούσε τις μαριονέτες, Άλκηστις, κινούσε.

Το μυαλό μου μια θάλασσα σε νηνεμία, Άλκηστις,

που η αμφιβολία για την αγάπη σου την ταράζει,

ένα χέρι έξω απ’ το νερό

τελευταίο σινιάλο ανθρώπου που πνίγεται

και η ψυχή μου ένα ξέφωτο την ώρα του κεραυνού

για να σε κοιτάζει με μάτι που πλήττεται

ή να σου φέγγει με σχισμήν ουρανού,

ω Άλκηστις, να σου φέγγει.

Άλκηστις, αντηχείο απείραχτου χρόνου

φωνούλες πνιχτές πουλάκια που πέταξαν χαμηλά στην ηδονή

και χέρι που μ5 άγγιξες και άνθισε στον ώμο τρελή

στο χάσμα του μάρμαρου μουσμουλιά.

Είσαι το κεφάλι αγάλματος γυναίκας αρχαϊκής,

που βρέθηκε στο χωράφι του φτωχού γεωργού

και κείνος το κρύβει,

το απόγευμα, να το βλέπει μονάχος.

Το καράβι είσαι που ετοιμάζεται να σαλπάρει

αφού πρώτα έσπειρε το κακό,

η νάρκη που την παίρνει για ρολόι ο ατυχής

και αυτή του κόβει τα τρία από τα πέντε δάχτυλα

για να κάθεσαι να φροντίζεις τα υπόλοιπα

όπως δυο αδελφάκια ορφανά που το ένα το έχουμε βαφτίσει

και πάμε δώρο και στο άλλο,

το τιμαλφές που ο κλέφτης να σε πουλήσει δεν μπορεί

γιατί όλοι στην αγορά ξέρουν πως είσαι δικό μου,

η φωταψία — νύχτα — της πόλης η έκσταση η χρυσή

που απ’ τα βουνά προσπαθώντας να την εξηγήσει

το ξεκομμένο την κοιτάει ξαφνιασμένο τ’ αγρίμι,

η αύρα όπου ταραχή — το σώμα μου — πλήγωνε

κήπος περίφραχτος γύρω

και δρόμος του φιδιού το σάλιο

η υποψία του άλλου στις ρώγες σου άντρα

όταν κρυφά, ω Άλκηστις, τις ρωτούσε η γλώσσα μου

όταν κρυφά τις ρωτούσε.

Ω Άλκηστις!

Σπίτι που του άλλαξαν κάποτε ερήμην μου κλειδαριά,

λοφίσκος ορεινού αρχηγείου

για να ανεβαίνω να βλέπω το απόγευμα τα κατεχόμενα να βλέπω

και ομπρέλα, τέλος, που δεν σε έχω

όταν μονάχος διασχίζω,

όταν μονάχος διασχίζω της ψυχής τα βουνά.


Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροεγώ και εγώ – με τον εαυτόν μου
Επόμενο άρθροΠαράδεισο Ήθελα να Γράψω, Εzra Pound
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.