Η γυναίκα είναι πλέον καθ’ όλα τέλεια.
Το νεκρό της
Σώμα φοράει το χαμόγελο της εκπλήρωσης,
Η αυταπάτη κάποιου αρχαίου αναπόδραστου
Κυλά στις έλικες της ρωμαϊκής της εσθήτας,
Τα γυμνά της
Πόδια μοιάζουν να λένε:
Φτάσαμε μέχρις εδώ, αυτό είναι το τέλος.
Το κάθε νεκρό παιδί κουλουριασμένο, ένα φίδι λευκό,
Ένα σε κάθε μικρό
Κανάτι γάλα, άδειο πια.
Τα δίπλωσε πάλι
Στο σώμα της πάνω σαν φύλλα
Ενός ρόδου που κλείνει όταν ο κήπος
Μουδιάζει και οι μυρωδιές αιμορραγούν
Από τους γλυκείς, βαθείς λαιμούς του
νυχτολούλουδου.
Η σελήνη δεν έχει κανένα λόγο να λυπάται για όλα
αυτά,
Καθώς κοιτάζει απ’ το
οστέινο κοίλωμά της.
Είναι κάτι που το ‘ χει συνηθίσει.
Τα μαύρα της τρίζουν και βαραίνουν.
Γεννήθηκε και ζει στη Δράμα. Στην Κομοτηνή, σπούδασε Νομική. Ανάμεσα στις πολλές ώρες στα πολλά βιβλία και σημειώσεις για τη σχολή, έβρισκε χρόνο για να διαβάζει και τα άλλα, τα λογοτεχνικά. Αν ρωτήσει κανείς έναν φίλο της, θα την χαρακτηρίσει με δυο λέξεις: βιβλία και καφές.
Στο «Ολόγραμμα» παρουσιάζει – προτείνει βιβλία –όλων των ειδών- που αγαπά και θεωρεί άξια προσοχής.