Τα “Είκοσι ερωτικά ποιήματα κι ένα τραγούδι απελπισμένο”, η δεύτερη συλλογή του Νερούδα εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1924, από τις εκδόσεις Νασιμιέντο της Χιλής. Κάποια από τα ποιήματα δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά πριν την έκδοση του βιβλίου. Ο αρχικός τίτλος ήταν: “Ποιήματα μιας γυναίκας κι ενός άνδρα”.

(1)

Γυναικείο σώμα, λόφοι λευκοί, πόδια κατάλευκα, μοιάζεις του κόσμου όπως μου δίνεσαι έτσι. Το αργασμένο κορμί μου άγρια σε σκάβει και σου αναδύει τον υιό και λόγο από της γαίας τα έγκατα.

Ήμουνα μόνος κι έρημος, σαν το τούνελ καληώρα. Με βλέπαν τα πουλιά και φεύγανε, και μέσα μου όρμαγε η νύχτα πανίσχυρη και καταλυτική. Για να μείνω εγώ ζωντανός, έφτιαξα εσένανε όπλο, σ’ έβαλα βέλος στο τόξο μου, στη σφεντόνα μου πέτρα.

Επέστη όμως της πληρωμής ο καιρός, κι εγώ σ’ αγαπάω. Σώμα από χνούδι κι από μούσκλια κι από άπληστο γάλα και κραταιό. Ω, τ’ αγγεία του στήθους! Ω!, τα μάτια της απουσίας! Ω, του εφηβαίου τα ρόδα! Ω, η συρτή και θλιμμένη φωνή σου!

Σώμα της δικιά μου γυναίκας, υπήκοος θα ‘μαι πιστός των θέλγητρών σου. Δίψα μου, πόθε μου ατελεύτητε, αβέβαιε δρόμε μου! Σκούρες νεροσυρμές, όπου η δίψα αιώνια ακολουθεί, και ο κάματος ακολουθεί, και ο καημός ο απέραντος.

 

(2)

Στη στερνή αναλαμπή του το φως σε τυλίγει. Χωνεμένη σε άλγη πελιδνά στέκεσαι αντίκρυ εδώ στους γέρικους έλικες της αμφιλύκης που σ’ εξωθούν με βία σ’ ατέρμονες στροβιλισμούς.

Άλαλη, αμίλητη, εσύ φίλη καλή μου, μονάχη στη μοναξιά αυτής της ώρας των θανάτων και κατάμεστη από τις ζωές του πυρός, απ’ ευθείας κληρονόμε άπεφθη της αφανιζόμενης μέρας.

Από τ’ αμπέλια του ήλιου πέφτει μια ρώγα στο σκούρο φουστάνι σου. Της νύχτας οι πελώριες ρίζες θρασεύουν απότομα και βγαίνουν από την ψυχή σου, κι έτσι επιστρέφεις στον έξω κόσμο ότι είχες μέσα σου κρυμμένο, κι έρχονται σμάρια εκεί, σμάρια γαλαζωπά, που εσύ εγέννησες κι εσύ τα τρέφεις.

Παμμέγιστη, ω, εριγόνιμη εσύ σκλάβα σαγηνευτική των ηλιοδρόμων με τις μελανωσιές και τα χρυσάφια τους: στητή εκεί, ολόρθη, πολεμάς και φκιάνεις ένα πλάσμα ολοζώντανο όπου θα μαραθούνε τ’ άνθη του, κι εσύ θα μείνεις εκεί βουτηγμένη μετά μέσα στο πένθος.

 

(3)

Ω πευκώνα μου, εσύ, απέραντε, φλοίσβε των παρόχθιων κυμάτων, σιγανό πηγαινέλα των φώτων, της εκκλησιάς καμπάνα κατάμονη, στάλα εσπερινή που ραντίζεις τα δικά σου τα μάτια, παναγιά μου, κουκλί μου πεντάμορφο, της στεριάς αχιβάδα, μάσα σου εσένα τραγουδάει το χώμα!

Μέσα σου τραγουδάν τα ποτάμια, και η ψυχή μου πλέει μαζί τους και πάει όπου εσύ θέλεις και όπου εσύ αγαπάς. Χάραξε μου ένα δρόμο στο τόξο εδώ των προσδοκιών σου, κι εγώ, μέσα σε παραλήρημα, εξαπολύω των βελών μου τα σμήνη.

Κι εγώ βλέπω εδώ τώρα γύρω μου να με σφίγγει της ομίχλης σου η ζώνη και η σιωπή σου να πνίγει τις αλαφιασμένες μου ώρες, σε ξέρω, είσαι εσύ, με τα πέτρινα χέρια σου, διάφανη εκεί όπου δένουν οι φελούκες των φιλιών μου κι όπου φωλιάζουν οι κάθυγροι πόθοι μου.

Ω εκείνη η μυστηριακή φωνή σου όπου την αβγαταίνει και τη λυγάει στα δυο η αγάπη, καθώς αντιλαλεί το σούρουπο και σβήνει πέρα! Έτσι σε μύχιες ώρες έχω ιδεί κι εγώ στον κάμπο τα στάχυα να λυγάνε απ’ το στόμα του ανέμου.

 

(4)

Είναι θύελλες ζαλωμένο το πρωινό μες στο κατακαλόκαιρο. Σαν άσπρα μαντηλάκια αποχαιρετισμών σαλπάρουν τα σύννεφα, και, εκεί, τ’ αρπάζει ο άνεμος και τα σηκώνει με τα χέρια του τα ταξιδιάρικα. Αρίφνητη η καρδιά του ανέμου που χτυπάει μες στην ερωτοδέσμια σιωπή μας.

Που κοχλάζει ανάμεσα στα δέντρα, πολυφωνικός και υπερκόσμιος, γλώσσα κατάφορτη από παιάνες, λες, και θούρια.

Ο άνεμος που λαφυραγωγεί τα φυλλώματα και βγάνει από τη ρότα τους τα σεινάμενα βέλη των πουλιών.

Ο άνεμος που σε σφεντονίζει εσένα σε πελάγη ακύμαντα, σε γαίες πανάλαφρες, σε φλόγες γονυκλινείς.

Σπάνε και χύνονται ένα καντάρι φιλιά συντριμμένα πάνω στις πύλες του καλοκαιριάτικου ανέμου.

 

(5)

Για ν’ ακούς μόνο εμένα τρυφερεύουν ώρες ώρες τα λόγια μου και γίνονται σαν τις πατημασιές των γλάρων στην άμμο του γιαλού.

Καδενίτσα, έτσι, μικρή ξεκούρντιστη λατέρνα, στα σαν τρούφες τρυφερά σου χέρια.

Κι έτσι τα λόγια μου τα βλέπω παρασάγγες πέρα. Μα απείρως πιο μακριά είν’ τα δικά σου. Κι αναρριχούνται σαν τον κισσό απάνω στον παλιό μου πόνο.

Σκαρφαλώνουν εδώ, πάνω στους μουσκεμένους τοίχους. Και εσύ είσαι η αιτία – να ξέρεις – της σκληρής και μέχρις αιμάτων αναμέτρησης.

Δραπετεύουν από τα κατασκότεινα, απ’ τα μέσα μου μπουντρούμια. Γιομίζει ο τόπος με σένα, πληρούνται τα σύμπαντα.

Πριν έρθεις η ίδια, πυκνοκατοικούσαν εκείνα τη μοναξιά μου, κι είν’ πιο δικά μου αυτά, απ’ ότι εμένα εσύ, εδώ στην πίκρα μου.

Κι αυτό που θέλω τώρα να σου λεν εκείνα είν’ εκείνο που θέλω να σου ειπώ εγώ για να τ’ ακούς κι εκείνα όπως θέλω ν’ ακούς μονάχα εμένα.

Ο φόβος τ’ αρπάζει και τα σκορπά στους πέντε ανέμους. Κι έρχοντ’ έπειτα τυφώνες και λαίλαπες ονείρων και μου τα ξανασωριάζουν κάτω εδώ στο χώμα. Φωνές αλλότριες ξανοίγεις εσύ μες στη χιλιοβασανισμένη φωνή τη δική μου. Ολοφυρμούς από παμπάλαια στόματα, αίμα από αρχαία μαρτύρια. Να μ’ αγαπάς, συντρόφισσα. Να μη μ’ αφήνεις μόνο. Να ‘σαι μαζί μου. Να ‘σαι μαζί μου, συντρόφισσα, σε τούτο ‘δω το κύμα του τρόμου.

Και να! που τα λόγια μου έρχεται τώρα και τα βάφει η αγάπη σου. Κι είναι δικά σου όλα, όλα δικά σου.

Κι απ’ όλα εγώ θέλω να φτιάξω μια καδενίτσα δίχως τέλος για τ’ άσπρα σου χέρια, τα σαν τρούφες παντρύφερα.

 

(6)

Θυμάμαι τώρα εδώ πως ήσουν το φθινόπωρο που μας πέρασε. Ήσουν το γκρίζο μπερεδάκι και η καρδιά η δίχως έννοια. Ξιφομαχούσανε στα μάτια σου οι φλόγες του δειλινού και πέφτανε τα φύλλα στα νερά της ψυχής σου.

Τυλιγμένη εσύ σαν αναρριχητικό γύρω απ’ τα μπράτσα μου, και τα φυλλώματα έτσι βάζανε σουρντίνα στη φωνή σου την αργή και ανέμελη. Σαστίσματα σωρό, πλήθος ξαφνιάσματα, όπου πυρακτωνόταν η δίψα μου. Γαλάζιε, γλυκιέ μου υάκινθε, γερμένε απάνω απ’ την ψυχή μου!

Βλέπω τα μάτια σου που ταξιδεύουνε, το φθινόπωρο πλέον είναι μακριά: μπερεδάκι μου γκρίζο, κελάηδημά μου, καρδιά μου πυροστιά εσύ, όπου, πετώντας, απαγκιάζανε οι μυστικές μου σκέψεις και τα πασίχαρα φιλιά μου ορμίζονταν σαν κάρβουνα αναμμένα.

Ουρανέ πάνω απ’ τ’ άρμενο. Όαση μετά απ’ τον ερημότοπο. Η θύμησή σου είναι από φως κι από καπνό κι από στάσιμη λιμνούλα στην αλάνα. Πέρα απ’ τα μάτια σου πυρακτώνονταν τα λυκόφωτα. Φύλλα ξερά του φθινοπώρου στροβιλίζονταν στην ψυχή σου.

 

(7)

Σκύβω εκεί κάθε βράδυ και αμολάω τα παραπονεμένα δίχτυα μου στα ωκεάνια μάτια σου.

Εκεί απλώνεται και εκεί φουντώνει με φλόγες πανύψηλες η μοναξιά μου, πέρα δώθε στον αέρα υψώνοντας τα χέρια της σαν ναυαγός.

Ανάβω κόκκινες φρυκτωρίες πάνω από τα εξόριστα μάτια σου που σαν τα κύματα έρχονται της θάλασσας και σκάνε στην ποδιά του φάρου.

Αγναντεύεις μοναχή τα ερέβη, γυναίκα εσύ η αλαργινή και η πλησίον. μες απ’ το βλέμμα σου ώρες ώρες αναδύεται ο μακρύς γιαλός του τρόμου.

Σκύβω εκεί κάθε βράδυ και μαζεύω τα παραπονεμένα δίχτυα μου από τη θάλασσα εκείνη που κλυδωνίζει τα ωκεάνια μάτια σου.

Νυχτερινά πουλιά ραμφίζουνε τα πρώτα αστέρια που λάμπουν εκεί απάνω όπως λάμπει η ψυχή μου την ώρα που σ’ αγαπάω.

Καλπάζει στη ράχη του μαύρου της κέλητα η νύχτα και τσαλαπατάει τα στάχια τα γαλαζιανά στον κάμπο.

 

(8)

Μέλισσα μυριόλευκή μου εσύ που ζουζουνίζεις – μεθυσμένη απ’ τα μέλια – γύρω στην ψυχή μου και όλο στροβιλίζεσαι με τις νωχελικές μαζί τουλίπες του καπνού.

Είμαι ο δίχως ελπίδα εκείνος, είμαι. μια λέξη είμαι χωρίς ήχο, αυτός που όλα τα ‘χει χάσει και που όλα τα κατέχει.

Κι εσύ είσαι ο στερνός μου κάβος, όπου στενάζει μέσα του ο στερνός μου φόβος. Στην έρημή μου γη είσαι το ρόδο το στερνό.

Αχ, σιγαλινή μου εσύ!

Έλα! κλείσε τα τρίσβαθά σου μάτια. Πεταρίζει η νύχτα εκεί. Έλα! ξέντυσε το περίτρομο άγαλμα του κορμιού σου.

Έχεις τρίσβαθα μάτια και πεταρίζει η νύχτα εκεί. Ολόδροσα έχεις άνθινα χέρια και αγκαλιά από τριαντάφυλλα.

Τα στήθη σου μοιάζουν με κατάλευκα όστρακα. Ήρθε στην κοιλιά σου κι αποκοιμήθηκε ο ήσκιος μιας πεταλούδας.

Αχ, σιγαλινή μου εσύ!

Και να η μοναξιά εδώ, που λείπεις εσύ. Βρέχει. Και ο μπάτης έχει στρώσει στο κυνήγι τους αδέσποτους γλάρους.

Το νερό πλατσουρίζει ξυπόλυτο στις λάσπες του δρόμου. Κι εκεινού εκεί του δέντρου βογκούν σα να ‘ν’ ανήμπορα, τα φύλλα.

Μέλισσα μυριόλευκή μου εσύ και απόμακρη, ζουζουνίζεις ακόμα γύρω στην ψυχή μου. Ζουζουνίζεις. Ξαναγεννιέσαι με των χρόνων τα γυρίσματα, περίκομψη και σιγαλινή.

Αχ, σιγαλινή μου εσύ!

 

(9)

Απ’ το ρετσίνι κι από τ’ ατέλειωτα φιλιά, είμαι – κατακαλόκαιρο – και κουμαντέρνω τη βαρκούλα των ρόδων και τήνε πάω εκεί όπου το γάρμπος χάνεται της μέρας, και στη φερέγγυα παραφορά των νερών την ασφαλίζω.

Πελιδνός και δεσμώτης στα λαίμαργα κύματά μου σκίζω πέρα δώθε τα μπρούσκα χνώτα του αναπεπταμένου στερεώματος, φορώντας ακόμα τη φόρμα μου, ντυμένος πικρούς αντίλαλους, κι έχοντας το κεφάλι τυλιγμένο με κάτι κουρέλια της αφρής.

Πάω, στα πάθη μου μέσα στητός, καβάλα στη ράχη του μονάκριβου μου κύματος, φεγγαρίσιος, ηλιοτραφής, πυρίκαυστος και μπουζιασμένος εγώ, κι αποκοιμιέμαι τον νήδυμο στο φαράγγι με τα φιλντισένια νησιά των μακάρων, που είναι γλυκά σα φρέσκα πρωινά καπούλια.

Στη νύχτα μέσα την υγρή τρεμουλιάζει το ρούχο μου ραμμένο με τα ρίγη των φιλιών και φορτισμένο ξέφρενα με ηλεκτρικές εκκενώσεις, με ηρωικά δε εξάμετρα διαμερισμένο σε ενύπνια και σε μεθυστικά τριαντάφυλλα που ανοίγουν μέσα μου.

Όρτσα στα νερά, όπου με χτυπούνε κύματα θεόψηλα, πλευρικά, κι εγώ βαστώ το παράλληλο σώμα σου στα στιβαρά μου μπράτσα σαν ψαράκι που όλο το πιάνω και το ξαναπιάνω στην απόχη της ψυχής μου (τη μια γοργό την άλλη αργό) σε τούτον κάτω εδώ τον υποσέληνο κόσμο.

 

(10)

Το χάσαμε κι αυτό το ηλιοβασίλεμα. Κανείς δεν μας είδε εμάς χεράκι, χεράκι το βράδυ εκείνο όπου έπεφτε η γαλάζια η νύχτα και εσκέπαζε τον κόσμο.

Απ’ το παράθυρο μου είδα μόνος εγώ τη φιέστα του ηλιογέρματος ψηλά στ χάη.

Και πότε, πότε σαν πυρακτωμένο κέρμα κράταγα ένα κομματάκι ήλιο στην παλάμη μου.

Και σε συλλογιζόμουν με τη καρδιά σφιγμένη από κείνο εκεί το σφίξιμο που ξέρεις πως με κυβερνάει.

Λέγε μου, που ήσουνα? Με τι κόσμο? Και τι τους έλεγες? Και γιατί ακαριαία με κυριεύει ακέριος ο έρωτας εμένα μόλις νιώσω μοναχός, με σένανε μακριά μου?

Μου ‘φυγε το βιβλίο που πάντα ανοίγω το βραδάκι και σα λαβωμένο κουτάβι γλίστρησε κι έπεσε στα πόδια μου το παλτό. Μα όλο φεύγεις εσύ, φεύγεις τα βράδια με το δειλινό παρέα που πιλαλάει και αφανίζει τ’ αγάλματα.

 

(11)

Οιονεί εκτός στερεώματος, ανάμεσα σε δυο βουνά, πάει και ρίχνει άγκυρα το μισοφέγγαρο. Η σβούρα, η γυρίστρω η νύχτα, των ματιών η νεκροθάφτισσα. Μέτρα μόνο πόσα αστέρια έχουνε γίνει θρύψαλα μες στα λασπόνερα!

Και μένανε μ’ ένα σταυρό με σημαδεύει η νύχτα στο μεσόφρυδο κι ανοίγει τα φτερά της και φεύγει. Κι εκεί έχει φαναρτζίδικο όπου δουλεύουν τα γαλάζια μέταλλα. και νύχτες με παλέματα που αποσιωπούνται και την καρδιά μου που φέρνει βόλτες ολοένα σαν τσέρκι βουρλισμένο. Κι ένα κορίτσι που ήρθε από πολύ μακριά, που το φέρανε από πολύ μακριά, και που κάθε τόσο φωσφορίζει η ματιά του κάτω απ’ τον τρούλο του ουρανού. Το σφύριγμα των αέρηδων, η μπόρα, το κακό, οι άνεμοι Μαίνονται και ξεσπούν στην καρδιά μου ακατάπαυτα. Ο δε άνεμος, που έρχεται από τα μνήματα, αναρπάζει, συντρίβει και διασκορπίζει παντού τη ρίζα σου και τα όνειρά της. Ξεριζώνει τα μεγάλα δέντρα και τα πετάει στην άλλη άκρη.

Όμως εσύ στέκεσαι εκεί, κορίτσι μου αίθριο και ασυννέφιαστο, ατμών σιντριβάνι, στάχυ μοναχό. Αλώνι όπου εισέβαλε ο άνεμος και σου ‘δινε μετά σχήμα με φυλλώματα αναμμένα. Πίσω απ’ τους δυο λόφους της νύχτας, άσπρε φλεγόμενε κρίνε μου, φευ, δεν μπορώ να ειπώ τίποτα! Σ’ έχουνε πλάσει με όλα τα στοιχεία του κόσμου!

Καταδίκη μου εσύ, που μου σκίζεις με στιλετιές τα στήθη, ήρθε η ώρα να πάρω δρόμο άλλον και να πάω εκεί όπου δεν ανθίζουν τα χαμόγελα σου. Μπόρα μου εσύ δυνατή, που ήρθες και παράχωσες στη γη τις καμπάνες, κούφιε ανεμοστρόβιλε των μαρτυρίων μου, γιατί εγώ να σεκλετίζομαι τώρα, γιατί εγώ να πικραίνομαι;

Ε, ήρθε η ώρα να πάρω το δρόμο που σε βγάζει εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτα, εκεί όπου δεν είναι πρόσκομμα ούτε ο φόβος, ούτε ο θάνατος, ούτε ο χειμώνας, και να ‘χω συνοδεία μου τα μάτια σου τ’ ανοιχτά και άγρυπνα μες στης πρωινής δροσιάς τα μονοπάτια.

 

(12)

Για τη καρδιά μου αρκεί το στήθος σου, για την ελευθερία σου αρκούν τα φτερά μου. Απ’ το δικό σου στόμα φτάνουν ως τον ουρανό όσα κοιμούνταν στην ψυχή σου μέσα.

Μέσα σου στέκει το ξεγέλασμα της κάθε μέρας Έρχεσαι σαν τη δροσιά πάνω στα στόματα των λουλουδιών. Στέλνει στα καταχθόνια τους ορίζοντες η απουσία σου. Στους αιώνες των αιώνων αλαργεύοντας σαν της θάλασσας τα κύματα.

Και είπα τότε πως τραγούδαγες στον άνεμο ωσάν τα πεύκα και ωσάν τα κατάρτια των πλοίων. Σαν πεύκο είσαι εσύ και σαν κατάρτι πανύψηλη και αμίλητη. Και ξαφνικά μελαγχολείς, σαν επιβάτης σε μπάρκο.

Φιλόξενη, ανοιχτόκαρδη σα δρόμος παλιός. Σε κατοικούν φωνές και αντίλαλοι της νοσταλγίας. Ξυπνάω εγώ, και τότε, κάπου, κάπου, αποδημούνε τα πουλιά που κοιμούνταν στην ψυχή σου μέσα.

 

(13)

Με μικρά χι τσεκάριζα πυρπολημένους τόπους στον γαλατένιο άτλαντα του κορμιού σου επάνω. Ήταν αράχνη το στόμα μου που έστηνε τον ιστό της χιαστί. Μέσα σου, επάνω στην πλάτη σου, διψαλέο, περίτρομο.

Σου έλεγα παραμύθια και θρύλους στις όχθες του εσπερινού, κουκλί μου λυπημένο και γλυκό, για να σου τήνε πάρω έτσι τη λύπη. Για ‘ναν κύκνο, για ‘να δέντρο, για κατιτί αλαργινό κι αλέγρο. Για την ώρα των σταφυλιών, για τον καιρό της ώριμης οπώρας.

Ζούσα αραγμένος σε λιμάνι ώσπου σ’ αγάπησα, και τη μοναξιά μου την τραβέρσωναν τα όνειρα και η σιωπή. Δεσμώτης ήμουν ανάμεσα σε θάλασσα και θλίψη. Βουβός, αλλοπαρμένος, ανάμεσα σε ασάλευτους βαρκάρηδες του πόρτου.

Από τα χείλια ως τη φωνή κάτι όλο χάνεται. Κάτι φτεροκοπάει, του τρόμου κάτι και της λησμονιάς. Έτσι, να, σαν δίχτυα που δεν δύνονται να κρατήσουν το νερό, μαμούνι μου εσύ, παρά σταγόνες κάποιες μόνο στους βρόχους τους τρεμουλιαστές. Κι ωστόσο, πάντα κάτι τραγουδάει σ’ αυτά εδώ τα έπεα πτερόεντα.

Κατιτίς τραγουδάει, κατιτίς αναθρώσκει ως το άπληστο στόμα μου. Να ήτανε λέει να σου ψάλλουνε μεγαλυνάρια μ’ όλα τα λόγια της χαράς. Διθυράμβους ν’ ακούσεις, να σ’ ανάψουνε και να πετάξεις σαν καμπαναριό στα χέρια ενός θεότρελου. Τρυφερή μου εσύ, λυπημένη – τι τρέχει, ξαφνικά? Τι έγινε? Καλά, καλά δεν πρόλαβα στην κορφή του ωραίου όρους ν’ ανέβω κι η καρδιά μου έκλεισε σα νυχτολούλουδο.

 

(14)

Όλο παίζεις, εσύ, κάθε μέρα, εσύ, με το φως του σύμπαντος κόσμου. Επισκέπτρια συλφίδα των νερών και των κήπων. Δεν είσαι δε μόνο εκείνη η χρυσή κεφαλή όπου σαν ανθοδέσμη σφιχτά την κρατάω εγώ μες στα δυο μου τα χέρια.

Κανενός αλλουνού δεν μοιάζεις εσύ από τότε που εγώ σε αγάπησα. Άσε να σε ξαπλώσω σ’ ένα στρώμα από μάηδες κίτρινους κι αγαπανθούς. Ποιος είν’ εκείνος εκεί που γράφει τ’ όνομά σου με ψηφία καπνού στ’ αστέρια του Νότου? Εγώ είμ’ εκείνος εκεί που γράφει τ’ όνομά σου με ψηφία καπνού στ’ αστέρια το Νότου! Άσε με… άσε με να σε αναπολήσω όπως ήσουν προτού ν’ ανασπασθείς και βγεις στην ύπαρξη.

Κι ευθύς, δες, αλαλάζει ο άνεμος και δέρνει τα κλειστά μου παράθυρα. Ο ουρανός είναι μι’ απόχη φίσκα ως απάνου με ψάρια μαύρα, ανήλιαγα.

Κι εδώ, εδωνά, κοπάζουν όλοι οι άνεμοι, όλοι τους εδωνά. Και τότε η βροχή εγυμνώθη. Πουλιά πετάνε πετούμενα. Οι άνεμοι. Οι άνεμοι. Μόνος μου εγώ και αναμετριέμαι με των άλλων τη δύναμη. Ο ανεμοστρόβιλος σέρνει μαζί του και μουρλαίνει τα μπακιρένια φύλλα και ξελύνει τ’ άραγμένα στ’ ουρανού το μώλο.

Εσύ είσαι εδώ. Εσύ δε φεύγεις, δεν πετάς. Κι εσύ ως το τέλος θα είσαι και θα μου απαντάς στους βόγγους και τα μουγκρητά μου. Επάνω μου να ‘ρθεις να κουλουριαστείς σα να σ’ έχουνε σκιάξει. Κάπου κάπου αδέσποτοι ξεπόρτιζαν απ’ τα μάτια σου ήσκιοι, ξένοι, παράδοξοι.

Και τώρα, τωραδά, εδώ, μανούσια μου φέρνεις και δυοσμαρίνια, μωρό μου, γι’ αυτό κι έτσι ευωδιάζουν τα στήθη σου. Την ώρα όπου ο άνεμος μελαγχολικός καλπάζει σφαγιάζοντας πεταλούδες εγώ σ’ αγαπάω, κι η έξαρση μου δαγκώνει βαθιά τα δαμάσκηνα του στόματός σου.

Πόσο έχεις στ’ αλήθεια πονέσει, ώσπου να ‘βρεις τα χούγια μου, ώσπου να βρεις την ψυχή μου τη μονάτη κι ανήμερη και τ’ όνομά μου που όλους τους κάνει και τρέμουν . . . Πόσες και πόσες φορές δεν είδαμε το φως του αυγερινού να μας φιλάει τα μάτια και πάνω απ’ τα κεφάλια μας το χάραμα κυκλοδίωκτο ν’ ανοίγει ωσάν ριπίδιο. Τα λόγια μου σε μούσκεψαν θωπεύοντάς σε. Καιρός πάει πολύς που αγάπησα το ηλιόλουστο σώμα σου, το μαργαριταρένιο. Και πιστεύω έτσι πως εγώ είμαι ο κύριος του σύμπαντος όλου. Θα σου φέρω απ’ τα βουνά λουλούδια εξαίσια, κλέλιες, ζουμπούλια και βελανίδια γεράνια, κι ένα κοφίνι φιλιά.

Θέλω να κάνω μαζί σου αυτό που κάνει κι η άνοιξη στις κερασιές.

 

(15)

Μ’ αρέσει άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς, η φωνή μου εμένα δε σε φτάνει. Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται, στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.

Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου, έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ’ τα πράγματα, ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή. Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι, σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.

Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά. Κι άμα κλαις μου αρέσεις, απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ. Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς, η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει: Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας μες στη δική σου σιωπή.

Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή τη δικιά σου που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων και που λάμπει σαν αστραπή. Είσαι όμοια η νύχτα, αγάπη μου, η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη. Απόμακρη και τόση δα κι απ’ αστέρια φτιαγμένη είναι η δικιά σου σιωπή.

Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία. Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα. Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.

 

(16)

Στον βραδιάτικο ουρανό μου επάνω είσαι σαν σύννεφο, το δε χρώμα σου και το σχήμα είναι όπως ακριβώς μου αρέσουν. Είσαι δικιά μου, είσαι δικιά μου, γυναίκα με τα γλυκά χείλια, και στη ζωή σου μέσα ζουν τα ασύνορα όνειρά μου.

Ο λύχνος της ψυχής μου σου γλυκοροδίζει τα πόδια, το στυφό μου κρασί γλυκαίνει στα χείλη σου, ω η μακελάρισσα εσύ

που πριονίζεις το τραγούδι μου τα βράδια, ω πόσο σε νιώθουνε δικιά μου τα μοναχικά μου όνειρα!

Είσαι δικιά μου, είσαι δικιά μου, το φωνάζω στο μπάτη του βραδιού και τ’ αεράκι παίρνει μετά τη φωνή μου και τη σκορπάει τριγύρω. Κυνηγέτις εσύ που σαϊτεύεις λαγούς στα βάθη των ματιών μου, των ματιών μου που λιμνάζουν σα βρόχινο νερό μες στο νυχτερινό σου βλέμμα.

Σ’ έπιασα αιχμάλωτη στα δίχτυα της μουσικής μου, αγάπη μου, και τα δίχτυα αυτά της μουσικής είναι ψηλά, επάνω, στον ουρανό. Γεννιέται η ψυχή μου κι ανασταίνεται στις όχθες των μαύρων ματιών σου τα δε μαύρα μάτια σου είναι φυλάκιο στη μεθόριο της χώρας των ονείρων.

 

(17)

Να συλλογιέμαι εγώ και ήσκιους να καταπίνω μέσα στην άπατη μοναξιά. Μα εσύ να είσαι μακριά κάπου, κι απ’ ότι ζωντανό πιο πέρα ακόμα. Να συλλογιέμαι, να λευτερώνω πουλιά, να εκπορεύω εικόνες, να καταχωνιάζω φανούς και λαμπάδες στα έγκατα. Καμπαναριό μου με τη καταχνιά και τις αντάρες, εκειδά πέρα, εκειδά πέρα, αλάργα! Να φορτώνω εγώ δίφρους με θρηνωδίες, ν’ αλέθω εδώ ελπίδες σκυθρωπές, ο αμίλητος εγώ μυλωνάς, και σένα να σε κουκουλώνει η νύχτα, έξω μακριά απ’ τη πόλη.

Η παρουσία σου είν’ απόμακρη, αλλόκοτη για μένα, σαν και τι!. . . Αναλογίζομαι πως ήταν η ζωή μου προτού να ‘ρθεις εσύ. Η ζωή μου προ πάσης ελεύσεως, η στυφή η ζωή μου. Το σκούξιμο εκείνο εκεί καταντικρύ στη θάλασσα, ανάμεσα στα βράχια, να πιλαλάει ελεύθερο, λωλό, ίσα με την ούγια της θάλασσας. Η μάνητα του παράπονου, το σκούξιμο εκείνο εκεί, η μοναξιά της θάλασσας. Να ξεμπουκάρουνε ώσπερ βιαίας πνοής και ν’ ανέρχονται στους ουρανούς. Γυναίκα, εσύ, που ήσουν εδώ, σαν τις χάσες και σαν τι καλαμόξυλο να ήσουνα από τούτην εδώ τη πελώρια βεντάλια? Μακριά ήσουνα και τότε όπως και τούτην εδώ την ώρα. Στο δάσος πυρκαγιά! Και καίει με μικρά του σταυρού σχήματα γαλάζια! Καίει και καίει και κατελεί ανάσβολα δέντρα! Τα ρίχνει κάτω και τριζοβολάει ο τόπος! Πυρκαγιά!. . . Πυρκαγιά! . . . Και η ψυχή μου, καψαλισμένη αυλήτριδα, πάνω στις σχίζες και στα πελεκούδια τ’ αναμμένα χορεύει! Ποιος σκούζει εδώ? Ποια σιωπή κατοικημένη από φωνές και αντίλαλους? Ώρα της νοσταλγίας, ώρα της ευφροσύνης, ώρα της μοναξιάς, ώρα δικιά μου ανάμεσα σ’ όλες τις άλλες ώρες! Αχιβάδα, απ’ όπου μέσα κει διαβαίνει τραγουδώντας ο άνεμος! Πάθος μέγα της ελεγείας, όλο λυγμούς, ξεγυμνωμένο στο κορμί μου απάνω!

Εσύ να σείεσαι απ’ τις ρίζες σου όλες και να χιμάω εγώ απ’ τις χαίτες των κυμάτων μου όλων! Τσέρκι πανηγυριώτικο και λυπημένο κι ασταμάτητο η ψυχή μου και κύλαγε. . .

Nα συλλογιέμαι τώρα εγώ και να καταχωνιάζω φανούς και λαμπάδες στην άπατη μέσα τη μοναξιά. Ποια είσαι ‘συ? Τις ει?

 

(18)

Εδώ σε αγαπάω. Στα σκοτεινόχρωμα πεύκα χτενίζει τα μαλλιά του ο άνεμος. Φωσφορίζει η σελήνη πάνω στ’ αλήτικα νερά της θάλασσας. Περνάνε μέρες, μέρες απαράλλαχτες, αποπέμποντας η μια την άλλη.

Τα τούλια της ομίχλης σκίζονται σε φιγούρες λεπτές ορχουμένων. Ασημόχρυσος γλάρος πετιέται μες απ’ το δίσκο του ήλιου που βασιλεύει. Εδώ κι εκεί ένα άλμπουρο. Και πάνω, στα ύψη, αστέρια.

Ω εκείνο εκεί το μαύρο σταυρωτό τουρκέτο της βαρκούλας! Κατάμονο.

Πετιέμαι κάπου – κάπου από το λήθαργο κι είμαι μούσκεμα ως το μεδούλι. Βουίζει κι αντιβουίζει το πέλαγος. Κι εδώ είν’ το λιμάνι. Εδώ σ’ αγαπάω.

Εδώ σ’ αγαπάω εγώ! Δεν πα’ να σε κρύβει όσο θέλει ο ορίζοντας – ματαιοπονεί! Εσένα σ’ αγαπάω εγώ. επιμένω. ακόμα και μέσα στην ψύχρα των γύρω πραγμάτων. Κάθε τόσο φεύγουν τα φιλιά μου και πάνε μαζί με τα καράβια εκείνα, τα ποντοπόρα, και φτάνουν πέρ’ απ’ το τέρμα, στα εκείθε.

Κάθομαι εδώ παρατημένος σαν τις γέρικες άγκυρες. Μαραζώνουν οι μόλοι βαρύτερα μόλις έρχεται να δέσει εκεί το βράδυ. Χαραμίζεται η ζωή μου μέσα στην πείνα που με τρώει αδίκως. Αγαπώ αυτό που δεν έχω. Είσαι μακριά εσύ, τόσο μακριά.

Ο καημός μου πιάνεται στα χέρια με τ’ ανελέητα δειλινά. Έρχεται όμως μετά η νύχτα και με καλοπιάνει με τραγούδια. Και το φεγγάρι βάνει το γαϊτανάκι των ονείρων να γυρνάει.

Με κοιτάν με τα μάτια σου από πάνω τα πιο μεγάλα αστέρια. Κι εκεί που, αγάπη μου, σε αγαπώ, τα πεύκα μες στον άνεμο λαχταράνε να τραγουδήσουν τ’ όνομά σου με τις πευκοβελόνες τους.

 

(19)

Κορίτσι μου σαρακηνό και σβέλτο, ο ήλιος που δένει τους καρπούς, που σφίγγει το στάρι μες στα στάχια, που ακονίζει τον αθέρα του σίδερου, έπλασε και το έκπαγλο κορμί σου και τα πάμφωτα μάτια σου, έπλασε και το στόμα σου με το νερένιο χαμόγελο. Σκοτεινός, νυχτερινός ο ήλιος νανουρίζεται στους βοστρύχους της αράπικης χαίτης σου, όταν ανοίγεις εσύ την αγκάλη σου. Παίζεις με τον ήλιο σα να είναι ρυάκι που κυλάει κι εκείνος σου αφήνει στα μάτια σου δυο σκούρους νερόλακκους.

Κορίτσι μου σαρακηνό και σβέλτο, τίποτα εδώ δεν με οδηγεί κοντά σου. Τα πάντα σου με διώχνουνε μακριά, σαν σε καταμεσήμερο. Είσαι η αλλοπαρμένη νιότη της μέλισσας. η μέθη των κυμάτων, η ρώμη του καρπισμένου σταχιού.

Η έρημη καρδιά μου σ’ αναζητάει, χωρίς βαρκούλα και πανί. το αγαπάω εγώ το έκπαγλο σώμα σου, τη γλυκιά, την απαλή φωνή σου. Σαρακηνή μου πεταλούδα εσύ, θωπευτική και άτρεπτη σαν τα γεννήματα και σαν τον ήλιο, σαν παπαρούνα και σα νερό.

 

(20)

Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.

Να γράψω, ας πούμε: «έχει μι’ αστροφεγγιά απόψε και τα μενεξεδιά αστεράκια λαμπυρίζουνε στα χάη».

Της νύχτας ο άνεμος διαβαίνει στους ουρανούς και τραγουδάει.

Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια. Την αγαπούσα εγώ, και κάπου κάπου μ’ αγάπαγε κι εκείνη.

Χιλιάδες βράδια, όπως και τώρα, την έσφιγγα στην αγκαλιά μου. Αμέτρητα φιλιά της έδινα κάτω απ’ τον άσωτο ουρανό.

Μ’ αγάπαγε κι εκείνη, και κάπου κάπου την αγάπαγα κι εγώ. Πώς να μην τ’ αγαπήσεις τα μεγάλα, τα ήμερα μάτια της.

Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια. Θα σκέφτομαι πως δεν την έχω εγώ. Θα νιώθω ότι την έχω χάσει.

Θ’ ακούω την απέραντη νύχτα, την πέντε φορές απέραντη χωρίς εκείνην. Και τους στίχους να πέφτουν στην ψυχή μου όπως πέφτει η δροσιά στο λιβάδι.

Τι έχει να κάνει που η δικιά μου αγάπη εκείνηνε δεν την αγγίζει… Έχει μι’ αστροφεγγιά απόψε, μα εκείνη δεν είναι μαζί μου.

Αυτά λοιπόν. Πέρα, μακριά, άνθρωποι τραγουδάνε. Μακριά, πέρα. Πώς να χαρεί η ψυχή μου, αφού εκείνη χάθηκε…

Την αναζητάει η ματιά μου, τη γυρεύει παντού. Την αναζητάει η καρδιά μου, μα εκείνη δεν είναι μαζί μου.

Απαράλλαχτη η νύχτα ασημώνει τ’ απαράλλαχτα δέντρα. Μα από τότε όμως εμείς ως τώρα έχουμε αλλάξει.

Τώρα πια δεν την αγαπάω, σίγουρα… Πόσο όμως, Θε μου, την αγάπαγα τότε. Πολέμαγε η φωνή μου να βρει τη ριπή του ανέμου που θαν της άγγιζε το αφτί.

Με άλλον. Με κάποιον άλλον θα είναι. Όπως και πριν τηνε πάρει το φιλί μου. Η φωνή της, τ’ αστραφτερό της σώμα. Τ’ ατέλειωτα μάτια της.

Τώρα πια δεν την αγαπάω, σίγουρα… Μπορεί όμως και να την αγαπάω. Βιάζεται ο έρωτας να λείψει κι αργεί να φύγει η λησμονιά.

Χιλιάδες βράδια αφού, όπως και τώρα, την έσφιγγα στην αγκαλιά μου – πώς να χαρεί η ψυχή μου, αφού εκείνη χάθηκε…

Μπορεί να ‘ναι αυτός ο τελευταίος καημός που μου ανάβει εκείνη, κι αυτοί εδώ οι τελευταίοι στίχοι που γράφω για κείνην εγώ.

 


 

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθροΚυκλικό, Τίτος Πατρίκιος
Επόμενο άρθροPiano / Bebu Silvetti
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.