Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή –

         φωνή που μπαίνει

μες στην καρδιά μας και την συγκινεί

         και την ευφραίνει.

Τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει,

τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι,

         ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός.

Το ψάλλει με την θεία της φωνή εκείνη,

όταν στους ώμους της απλώνει την γαλήνη

         σαν φόρεμά της ο καιρός ο θερινός.

Φέρνει μηνύματα εις ταις ψυχαίς δροσάτα

η μελωδία της. Τα περασμένα νειάτα

θυμίζει χωρίς πίκρα και χωρίς καϋμό.

Οι περασμένοι έρωτες κρυφομιλούνε,

αισθήματα λησμονημένα ξαναζούνε

μες στων κυμάτων τον γλυκόν ανασασμό.

Τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει,

τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι,

         ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός.

Και σαν κυττάζεις την υγρή της πεδιάδα,

σαν βλέπεις την απέραντή της πρασινάδα,

τον κάμπο της πούναι κοντά και τόσο μακρυνός,

γεμάτος με λουλούδια κίτρινα που σπέρνει

το φως σαν κηπουρός, χαρά σε παίρνει

         και σε μεθά, και σε υψώνει την καρδιά.

Κι’ αν ήσαι νέος, μες σταις φλέβες σου θα τρέξη

της θάλασσας ο πόθος· θα σε ‘πη μια λέξι

το κύμα απ’ τον έρωτά του, και θα βρέξη

         με μυστική τον έρωτά σου μυρωδιά.

Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή –

         φωνή που μπαίνει

μες στην καρδιά μας και την συγκινεί

         και την ευφραίνει.

Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων;-

το τραγικό παράπονο των πεθαμένων,

που σάβανό των έχουν τον ψυχρόν αφρό,

και κλαιν για ταις γυναίκας των, για τα παιδιά των,

και τους γονείς των, για την έρημη φωλιά των,

         ενώ τους παραδέρνει πέλαγο πικρό,

σε βράχους και σε πέτραις κοφτεραίς τους σπρώχνει,

τους μπλέκει μες στα φύκια, τους τραβά, τους διώχνει,

κ’ εκείνοι τρέχουνε σαν νάσαν ζωντανοί

με ολάνοιχτα τα μάτια τρομαγμένα,

και με τα χέρια των άγρια, τεντωμένα,

από την αγωνία των την υστερνή.

Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων;-

το τραγικό παράπονο των πεθαμένων

που κοιμητήριο ποθούν χριστιανικό.

Τάφο, που συγγενείς με δάκρυα ραντίζουν,

και με λουλούδια χέρια προσφιλή στολίζουν,

και που ο ήλιος χύνει φως ζεστό κ’ ευσπλαγχνικό.

Τάφο, που ο πανάχραντος Σταυρός φυλάει,

που κάποτε κανένας ιερεύς θα πάη,

         θυμίαμα να κάψη και να ‘πη ευχή.

Χήρα τον φέρνει που τον άνδρα της θυμάται

ή υιός, ή κάποτε και φίλος που λυπάται.

Τον πεθαμένο μνημονεύουν· και κοιμάται

         πιο ήσυχα, συγχωρεμένη η ψυχή.


 

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθρο“Affordable Art” στην Gallery Lola Nikolaou
Επόμενο άρθροΗ Μεγάλη Χίμαιρα, Μ.Καραγάτσης
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.