Πλέουμε πάνω σ’ ἕνα ἀπέραντο πτῶμα.
Μὰ δὲ βουλιάζουμε, γιατί
δὲ συμβιβάζεται ἡ ἀναπνοή μας μὲ τὴ μπόχα του
δὲ συμβιβάζονται τὰ πόδια μας μὲ τὴ λάσπη του
τὸ χρῶμα του δὲ χωράει στὰ μάτια μας.
Ἔχεις κι ἐσὺ τὴν ἴδια οὐλὴ ἀνάμεσα στὰ φρύδια.
Ἀκόμα ἕνα βουνό, ἀκόμα ἕνα βάλτο,
νὰ πηδήσουμε κι αὐτὸ τὸ κῦμα,
νὰ περάσουμε κι αὐτὴ τὴν πτυχὴ ἀηδίας,
ἀκόμα ἕνας χειμῶνας, ἀκόμα μιὰ ἄνοιξη, ἀκόμα ἕνας σφυγ-
μός!
Τὰ χέρια σου μυρίζουνε τὰ μανταρίνια ὅλης της γῆς,
συνωμοσία χαμόγελου ξυπνάει στὸ πρόσωπό σου.
Δὲ θὰ βουλιάξεις! Στὶς κακοτοπιὲς
ἕνας ἥλιος σὲ κρατάει ἀπ’ τὶς μασχάλες.
***
(1954)