Καὶ στάθηκα μπροστὰ σὲ δυὸ μάτια μὲ δίχως ταίρια,
ὡραῖα σὰ λωτολούλουδα, μάτια
νοσταλγικά,
ποὺ μοῦ μηνοῦσαν τὴν αὐγή, μὰ ὠιμένα ἦταν ἀστέρια
ποὺ μοῦ εἶχαν ρίξει λίγο φῶς κι᾿ αὐτὸ διαβατικά.

 

Την 1η Απριλίου του 1902 γεννιέται η ποιήτρια των άνθεων, του έρωτα και του θανάτου, γεννιέται η Μαρία Πολυδούρη. Μια ψυχή ευαίσθητη, σχεδόν εύθραυστη σαν πορσελάνη, έτοιμη να σπάσει στον πρώτο υπαινιγμό θορύβου.

Ποιήτρια γεμάτη βάθος, πόνο και έρωτα, η συγγραφική της στόφα φάνηκε πολύ νωρίς. Άλλωστε δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τα γράμματα και τις τέχνες μιας και μεγάλωσε σε ένα φιλελεύθερο, προοδευτικό περιβάλλον, καθώς οι γονείς της, ο φιλόλογος πατέρας της, Ευγένιος Πολυδούρης, και η καλλιεργημένη και προοδευτική μητέρα της, Κυριακή Μαρκάτου, φανατική αναγνώστρια της Εφημερίδος των Κυριών της Καλλιρρόης Παρρέν, κληροδότησαν στην μικρή Μαρία εφόδια, που την οδήγησαν στο μονοπάτι των γραμμάτων και αργότερα της ποίησης.

Ήταν το τρίτο παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας, καθώς εκτός από τις δύο της αδελφές, η Μαρία απέκτησε κι άλλα τέσσερα αδέλφια. Τελειώνει το γυμνάσιο στην Καλαμάτα και στην συνέχεια, στα 16 της χρόνια, διορίζεται στην Νομαρχεία Μεσσηνίας, κατόπιν διαγωνισμού, όπου σύμφωνα με τους προϊσταμένους της υπήρξε υπόδειγμα υπαλλήλου. Να σημειωθεί ότι έχει προηγηθεί η εμφάνισή της στα γράμματα, μόλις σε ηλικία 14 ετών με το πεζοτράγουδο, «Ο πόνος της μάνας», το οποίο το έγραψε, όταν είδε ένα νεκρό κορμί, ενός νέου άνδρα, να κείτεται στην ακροθαλασσιά. Θρήνος το πρώτο της ποίημα. Ένας πόνος που ζωγραφιζόταν και σε όλα τα μετέπειτα ποιήματά της, ακολουθώντας τους κανόνες της Νεορομαντικής Σχολής.

Για τη ζωή της, η Πολυδούρη είχε γράψει κάποτε: «Πρώτη Απριλίου, να τη η μέρα μου, η μέρα που ήρθα στον κόσμο, η μέρα που άκουσα τα πρώτα κελαηδίσματα των πουλιών, είδα τα πρώτα ρόδα του έαρος. Επέρασαν από τότε είκοσι χρόνια και θα μπορούσα να πιστέψω πώς μόλις τα δέκα έχω περάσει, κι όμως πόσες στιγμές, ημέρες, μήνες, χρόνια, λύπης κι απελπισίας, στεναγμών και δακρύων βρίσκονται σ’ αυτή την ζωή των είκοσι ετών».

Όλα προμηνύουν ένα λαμπρό και ανθοστόλιστο μέλλον για την ίδια, ώσπου το 1920 και ενώ η Μικρασιατική Καταστροφή είναι προ των πυλών, βαρύ πένθος χτυπά την οικογένεια της. Ο πατέρας της πεθαίνει ξαφνικά από πνευμονία και σαράντα μέρες αργότερα ακολουθεί η μητέρα της, έπειτα από χρόνια αδενοπάθεια. Στα 18 της χρόνια, η Μαρία, μένει μόνη και ορφανή από γονείς.

Αποφασίζει να γραφτεί στη Νομική Σχολή, μια από τις ελάχιστες Ελληνίδες που φοιτούσαν τότε στο Πανεπιστήμιο και παράλληλα μετατίθεται στη Νομαρχεία Αττικής και Βοιωτίας.

Το 1922, έτος σταθμός για την Μαρία, καθώς στην Νομαρχεία Αττικής μετατίθεται και ο Κώστας Καρυωτάκης, ο ποιητής που έμελλε να σημαδέψει για πάντα τη ζωή της αλλά και τον θάνατό της. Εκείνη 20 ετών, εκείνος 26, είχε ήδη εκδώσει «Τον πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων» και τα «Νηπενθή» και έχαιρε εκτίμησης των κριτικών και των ομοτέχνων του. Τόσο η ομορφιά, όσο και η προσωπικότητα της Πολυδούρη συγκινούν τον Καρυωτάκη, αλλά και εκείνη θαμπώνετε από το πνεύμα του και τη μελαγχολική του φύση. Δύο νέοι άνθρωποι ενώνονται με την κλωστή της ποίησης, όμως η σχέση τους δεν μακροημερεύει.

Ο Καρυωτάκης, πιθανότατα το 1922, προσβάλλεται από σύφιλη και απομακρύνει τη Μαρία από κοντά του, η οποία του ζητά, μέσω γράμματος, να την παντρευτεί. Εκείνος αντικρούει την πρότασή της και η Μαρία κλονίζεται συναισθηματικά. «Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη, όταν αντικρύ θ’ ανοίγει μέσ’ στη γάστρα μου δειλά ένα ρόδο – μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους, σιωπηλά», γράφει και μαρτυρά τον θρυμματισμένο εσωτερικό της κόσμο, καθώς και τον δυνατό έρωτα που ένιωθε για τον νεαρό ποιητή. Η θλίψη ζαρώνει την καρδιά της και εκτοξεύει την ποίησή της. Το 1923, τυλιγμένη στη λύπη,  δημοσιεύει τα ποιήματα, Απριλιάτικο, Αρμονία και Δειλινά, στο ημερολόγιο Πανδώρα.

Ο χωρισμός με τον Καρυωτάκη φαντάζει μονόδρομος, ωστόσο η επικοινωνία τους θα συνεχιστεί, πολλώ δε μάλλον, όταν η Μαρία θα αρρωστήσει από αδενοπάθεια. Ο  Καρυωτάκης θα την επισκεφτεί στο Μαρούσι, όπου παραθέριζε, και θα της αφιερώσει το ποίημα, Ένα σπιτάκι.

Η Μαρία μένει ξανά μόνη. Μέσα σε ένα κύμα απελπισίας αρραβωνιάζεται τον δικηγόρο Άρη Γεωργίου, χωρίς να βγάλει ούτε στιγμή από το μυαλό και την καρδιά της τον Καρυωτάκη. Τον καιρό που ακολούθησε αποφασίζει να διακόψει τις σπουδές της, χάνει τη δουλειά της στη Νομαρχεία και στρέφεται προς μια νέα κατεύθυνση, εκείνη του θεάτρου. Φοιτά, για λίγο, στη Σχολή Επαγγελματικού Θεάτρου, με καθηγητή τον Φώτο Πολίτη και στη Σχολή Κουνελάκη και παίζει στο έργο «Το Κουρέλι» του Nicodemi, παρόλ’ αυτά εγκαταλείπει το θέατρο και την προσπάθεια να γίνει ηθοποιός.

Η Άνοιξη του 1926, η εποχή που την γέννησε και την σημάδεψε περισσότερο απ’ όλες, την βρίσκει πιο ταλαιπωρημένη από ποτέ, καθώς έχει προσβληθεί από τυφοειδή πυρετό. Έτσι το καλοκαίρι του ίδιου έτους, φεύγει από όλους και από όλα και πάει, με το μερίδιο της πατρικής κληρονομίας, στη Φτέρη του Αιγίου. Εκεί γράφει ένα αφήγημα, που αποτελεί το πρώτο της πεζογράφημα,  με προσωπικές εμπειρίες, το οποίο δεν ολοκληρώνει ποτέ.

 

Στα τέλη της δεκαετίας του ’20 επιστρέφοντας από τη Φτέρη, η Μαρία έχει μετακινηθεί και παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει τον αρραβωνιαστικό της και να καταφύγει στο Παρίσι, για να σπουδάσει ραπτική. Από την Πόλη του Φωτός επιστρέφει γεμάτη εμπειρίες αλλά και άρρωστη, καθώς νοσεί από φυματίωση. Αρρώστια που έμελλε να της στερήσει τη ζωή και να την πλαγιάσει δίπλα στο κρεβάτι του θανάτου. Νοσηλεύεται στο Παρίσι για έναν μήνα, σε νοσοκομείο απόρων και ύστερα από προτροπή των γιατρών επιστρέφει στην Ελλάδα. Τραγική ειρωνεία αποτελεί το γεγονός, ότι την εποχή που η Πολυδούρη επέστρεφε από το Παρίσι, ο Καρυωτάκης πήγαινε σε αυτό.

Άπορη και μελλοθάνατη, μέσα σε αυτές τις δύσκολες ώρες, γνωρίζει στο κρεβάτι του πόνου τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο, ο οποίος παρακολούθησε από κοντά την τελευταία συνάντηση της με τον Καρυωτάκη, λίγο πριν την αυτοκτονία του.

Το τέλος του ποιητή σημαδεύει την ποιήτρια, την κλονίζει, την θρυμματίζει, για δεύτερη φορά, και επιδεινώνει την υγεία της. Οδεύει προς τον θάνατο και την αθανασία. Δημοσιεύει την πρώτη της ποιητική συλλογή «Οι τρίλιες που σβήνουν» και συνεχίζει να νοσηλεύεται στο νοσοκομείο Σωτηρία, όπου δεν ακολουθεί τις συστάσεις των γιατρών. Βγαίνει, πίνει και κολυμπά στη θάλασσα, ώσπου το 1929 αποφασίζει να κάνει μια τελευταία βουτιά στον ωκεανό του θανάτου.

Απρίλιο γεννήθηκε, Απρίλιο ερωτεύτηκε και Απρίλιο πέθανε. Μια ζωή βουτηγμένη στην ποίηση και τον έρωτα, πνίγηκε νωρίς, μέσα στη θύελλα της αρρώστιας. Τα άνθη την γοήτευαν, τα άνθη λαχταρούσε και τελικά άνθη την σκέπασαν για στερνή φορά, όταν τραγούδησε το κύκνειο τραγούδι της. Άλλωστε κάποιοι ποιητές γράφουν με λέξεις, διάφανες, τα τελευταία τους βήματα, πολύ πριν τα κάνουν, πολύ πριν οδηγηθούν στις πύλες του παραδείσου.

 

Φίλε, τοῦ φθινοπώρου ἦρθεν ἡ Ὥρα

στὴν πόρτα μου ἔξω. Κίτρινο φορεῖ

στεφάνι ἀπὸ μυρτιά. Στὰ νικηφόρα

χέρια της μία κιθάρα θλιβερή,

 

Κιθάρα παλαιϊκὴ ποὺ κλεῖ πληθώρα

μέσα της ἤχους καὶ ἤχους. Ἱερὴ

κοιτίδα. Κάθε πόνος, κάθε γνώρα

ποὺ ἦταν γλυκιὰ καὶ γίνηκε πικρή,

 

Ἦχος μέσ᾿ στὴν καρδιά της ἀποστάζει.

Φίλε, τοῦ φθινοπώρου ἡ Ὥρα ἐκεῖ

στὴν πόρτα μου ἦρθε δίχως νὰ διστάζη

 

Καὶ τὸ κιθάρισμά της πότε πότε

σὰ νἄτανε ἡ φωνή σου ἡ μυστικὴ

τοὺς στίχους σου ποὺ μοῦ τραγούδαες τότε.

 

Από το ποίημα «Αφιέρωση», ποιητική συλλογή, «Οι τρίλιες που σβήνουν».


Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.