Ο αγρότης πατέρας μου |Έιμους Χήνι

Ο πατέρας μου δούλευε με άλογο τ’ αλέτρι
οι ώμοι του φούσκωναν σαν ανοιχτά πανιά
ανάμεσα στις λάμες και τ’ αργασμένο χώμα.
Τα άλογα τεντώνονταν με της γλώσσας του το πρόσταγμα.
Πεπειραμένος. Έστηνε το φτερό
και ταίριαζε τη λαμπερή ατσάλινη λάμα.
Ο χορτόπλινθος κυλούσε χωρίς ποτέ να σπάει.
Στην ξερολιθιά, μ’ ένα μόνο τράβηγμα
στα χαλινάρια κι η ιδρωμένη παρέα έκανε στροφή
και πίσω πάλι στο χωράφι. Το μάτι του
μισόκλεινε και κάρφωνε τη γη μ’ ακρίβεια
σχεδιάζοντας το όργωμα σαν χάρτη.
Σκόνταφτα στα χνάρια του, σημαδεμένος από σόλες καρφωτές
έπεφτα καμιά φορά πάνω σο γυαλισμένο χορτόπλινθο
κι άλλη φορά με σήκωνε στην πλάτη
όπως βούταγα και σηκωνόμουνα πάνω από το μόχτο του.
Ήθελα να μεγαλώσω να οργώσω
να κλείσω το ένα μάτι, να τεντώνω το μπράτσο.
Το μόνο που έκανα ποτέ ήταν να τον ακολουθώ,
χωμένος στη φαρδιά σκιά του, πάνω κάτω στο κτήμα.
Ήμουνα βάσανο, όπως σκόνταφτα, έπεφτα,
κλαψούριζα συνέχεια. Όμως σήμερα
είναι ο πατέρας μου που στραβοπατάει
είναι πίσω μου και δε λέει να φύγει.

***

Ιερή Μνήμη |Ηλίας Σιμόπουλος

Πατέρα μου αγρότη
πως τα ήξερες όλα.
Ν’ ανασταίνεις παιδιά
να φυτεύεις να σπέρνεις
να ποτίζεις τη γη να μιλάς
με τ’ αρνιά με τα δέντρα
ν’ ακούς την ανάσα του χόρτου
να γυρνάς
φορτωμένος τα βράδια στο σπίτι
να σκορπάς τη χαρά και το γέλιο.
Δεν έγραψες στίχους εσύ.
Και ποτέ μου
Δε θ’ άλλαζα εγώ
με τ’ αλέτρι την πέννα.
Μ’ απ’ τους δυο μας πατέρα
ποιητής μόνο εσύ ‘σουν!

***

Το σπίτι του πατέρα μου |Γκαμπριέλ Αρέστι

Θα υπερασπιστώ
το σπίτι του πατέρα μου
Ενάντια στους λύκους,
ενάντια στην ξηρασία,
ενάντια στην τοκογλυφία,
ενάντια στη δικαιοσύνη,
θα υπερασπιστώ
το σπίτι
του πατέρα μου.
Θα χάσω
τα ζωντανά,
τα περιβόλια,
τα πευκοδάση·
θα χάσω
τους τόκους,
τα εισοδήματα,
τα μερίσματα,
αλλά θα υπερασπιστώ το σπίτι του πατέρα μου.
Τα όπλα θα μου αφαιρέσουν,
και με γυμνά τα χέρια θα υπερασπιστώ
το σπίτι του πατέρα μου·
τα χέρια θα μου κόψουν,
και με τα μπράτσα μου θα υπερασπιστώ
το σπίτι του πατέρα μου·
χωρίς μπράτσα,
χωρίς ώμους,
χωρίς στήθος
θα με αφήσουν,
και με την ψυχή μου θα υπερασπιστώ
το σπίτι του πατέρα μου.
Θα πεθάνω,
η ψυχή μου θα χαθεί,
η φάρα μου θα χαθεί,
αλλά το σπίτι του πατέρα μου
θα μείνει
όρθιο.

***

Παλαιοί μόνιμοι κάτοικοι |Νικηφόρος Βρεττάκος

Εδώ περιφέρονται κ’ οι σκιές των προγόνων μου.
Κάποτε μάλιστα θαρρώ πως ανοίγει
του μεγάλου, ακατοίκητου παλιού μας
σπιτιού το παράθυρο ο πατέρας μου.
Πως βγάζει σιγά-σιγά το κεφάλι, βγάζει
το χέρι. Με το μεγάλο του δάχτυλο
μου δείχνει στο βάθος κάτι
σαν όνειρο, κάτι σαν ένα περι-
πλανώμενο, άπιαστο, ουράνιο τόξο.
Τον ρωτώ
αν αυτό που βλέπω μπορεί να είναι
η ειρήνη. Με ακούει και αθόρυβα,
χωρίς ν’ απαντήσει, κλείνει σιγά-σιγά
το παράθυρο πάλι ο πατέρας.

***

Πατρός του Αγίου |Γιώργος Τζιας

Στην αγκαλιά του Ήφαιστου μεγάλωσες.
Το αμόνι και το σίδερο, οι παιδικοί σου φίλοι.
Σφυρί, καλέμι και φωτιά, τα πρώτα σου παιχνίδια.
Δούλεψε παραγιέ δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου.

Στα υπόγεια φαρνατζίδικα, έδεσε το κορμί σου.
Στράντζα και κύλινδρος ρουφήξανε το εφηβικό σου αίμα.
Μουντζούρα, ιδρώτας, βάσανα, της νιότης σου η εικόνα.
Δούλεψε βλαστάρι δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου.

Στο παγωμένο μέταλλο ξέσπασε η οργή σου.
Η τέχνη των μαστόρων σου γαλήνεψε το νου σου.
Στα ροζιασμένα χέρια σου εφώλιασεν η γνώση.
Δούλεψε άνθρωπε δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου.

Μπέσα, αντριλίκι και καρδιά, μοίρασες στους δικούς σου.
Τεχνίτης, μάστορας μαζί, έγραψαν στο όνομα σου.
Της λαμαρίνας γητευτής η εικόνα στα όνειρα μας.
Δούλεψε μάστορα δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου.

Μάστορα, φίλε, αδερφέ, της εργατιάς καμάρι.
Του Προμηθέα είσαι απόγονος, της ανθρωπιάς πατέρας.
Η γειτονιά μας κάστρο σου, το σπίτι μας απάγκιο.
Δούλεψες μάστορα δούλεψες, μας έπλασες ανθρώπους.

***

ΒΡΑΔΙΝΟΣ ΦΟΒΟΣ |ΑΓΗΣ ΜΠΡΑΤΣΟΣ

«Μπαμπά νικάς τους γίγαντες;»
Έχω ακόμη μιαν απάντηση
σαν μυστικό χάδι της μέρας
για να λάμπεις φανατικά.
«Τους κάνω σκόνη».

Δεν είναι ακριβώς ψέμα.
Χωρίς δράκους κανένας πειστικός.
Ειδικά ο πατέρας.

***

Ο πατέρας παντού |Λευτέρης Ξανθόπουλος

Άνοιξε το ντουλάπι της κουζίνας και βγήκε από μέσα ο πατέρας κρατούσε δίχτυ με ψώνια πατάτες μακαρόνια μοσχαρίσιο κιμά τυριά από τον Ζαφόλια 50 δράμια καφέ˙ σας έφερα να φάτε είπε ακούμπησε το δίχτυ στο τραπέζι και βγήκε. Έπειτα ήρθε η μυρωδιά του καπνού από το μπάνιο από το χολ απ’ το υπνοδωμάτιο από το σαλόνι απ’ το φωταγωγό από τον κήπο.


Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.