Κορδιλιέρες

χιονισμένες,

Άνδεις

λευκές,

τοίχοι

της πατρίδας μου,

πόση

σιωπή,

τυλίγει

τη βούληση, τους αγώνες

του λαού μου.

Ψηλά τ’αργυρόχρωμα

βουνά,

χαμηλά το πράσινο αστραπόβροντο

του ωκεανού.

Ωστόσο

ο λαός αυτός

τρυπάει τις αγκαθερές

ερημιές,

πλέει

στα κάθετα κύματα

και το απόγευμα

παίρνει

την κιθάρα του,

και τραγουδάει περπατώντας.

Ποτέ

δε στάθηκε ο λαός μου.

Εγώ ξέρω από πού έρχεται

και πού

θα φτάσει κάποτε με την κιθάρα του.

Γι’αυτό

δε με φοβίζει

ο ματωμένος ήλιος πάνω

στο κατάλευκο,

τη φασματική κορδιλιέρα

που κλείνει

τους δρόμους.

Ο λαός μου

σκλήρυνε τα χέρια του

εξορύσσοντας

πετρώματα,

γνωρίζει τη σκληράδα,

κι εξακολουθεί να βαδίζει,

να περπατάει.

Εμείς

οι Χιλιανοί,

λαός φτωχός,

μεταλλωρύχοι,

ψαράδες,

θέλουμε

να γνωρίζουμε τι συμβαίνει

πέρα από το χιόνι,

κι από τη θάλασσα περιμένουμε

μηνύματα και νέα,

εμείς

περιμένουμε.

Τον χειμώνα

Οι Άνδεις

ξαναβάζουν

το ατέλειωτο τραπεζομάντιλό τους,

το Ακονκάγουα

κρουστάλλιασε τις χαίτες

της λευκής κεφαλής του,

κοιμούνται

οι μεγάλες κορδιλιέρες,

οι κορυφές

κάτω

το ίδιο απλωμένο σεντόνι,

τα ποτάμια

σκληραίνουν,

πάνω στον πλανήτη πέφτει

το χιόνι

σαν πολλαπλασιασμένο ρίγος.

Όμως

την άνοιξη

τα όρη του θανάτου

ξαναγεννιούνται,

το νερό ξαναγίνεται

ζωντανή ύλη, τραγούδι,

κι ένα κρυμμένο χορταράκι

ανασταίνεται,

έπειτα

όλα είναι άρωμα

από απαλή μέντα ή σοβαρές

αροκάριες,

κάτω από το πένθιμο πέταγμα

των κονδόρων

οι ερωδιοί αποχαιρετούν

τη σιωπή.

Τότε

όλη η κορδιλιέρα

ξαναγίνεται έδαφος

για τους Χιλιανούς,

κι ανάμεσα στη θάλασσα και τα ύψη

πολλαπλασιάζεται η φωτιά.

Η άνοιξη

διασχίζει τα βουνά

με το φόρεμά της

από άνεμο

τα κίτρινα λουλούδια

γεμίζουν ευωδιαστό χρυσάφι

τις παλιές ουλές

της γης,

όλα περπατάνε,

όλα

πετάνε,

και πάνε κι έρχονται

τα νέα του κόσμου,

η ανάπτυξη

της ιστορίας, τα βήματα των κατακτητών έκπληκτων

απ’την ανθρώπινη δουλειά,

πιο ψηλές

κι από τις ψηλότερες πέτρες

είναι ο άνθρωπος

στην κορυφή

των Άνδεων

ο άνθρωπος,

η αήττητη

εξέλιξη,

το βήμα των λαών.

Και στα χιονισμένα

ύψη,

σηκώνοντας

το κεφάλι, στηρίζοντας

τα χέρια στην αξίνα

κοιτάζει ο Χιλιανός,

χωρίς φόβο, χωρίς λύπη.

Το χιόνι, η θάλασσα, η άμμος,

όλα θα είναι δρόμος.

Θ’ αγωνιστούμε.


 

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.