Σκότωσα άνθρωπο
επιτέλους τον ξεφορτώθηκα
με αργό ρυθμό βασανιστηρίων
τη βδελυρή μου πράξη να απολαμβάνω.
Τον κατακρεούργησα
Ψαλίδισα πρώτα το κεφάλι
μετά ξεκοίλιασα τα μάτια
αν τολμάει τώρα
ας με κοιτάξει αδιάφορα.
Άλειψα με κόλαση τον κορμό
παράδεισο να μην γνωρίσει.
Άφησα μόνο τα πόδια
κρεμασμένα σε αναπηρική κορνίζα
για παραδειγματισμό.
-Κι έγινες δήμιος
έβαψες τα χέρια σου με αίμα
μιας ανάπηρης φωτογραφίας;
Αφού δεν έφευγε τι να έκανα;
Την έδιωχνα έξω
με σπρωξιές κλοτσιές με κατάρες.
Την πέταγα στο σκουπιδιάρικο
γινόταν πολτός
Μέσα πάλι την έβρισκα
ακέραιη πάλι θρονιασμένη
στο ίδιο
πάλι αδιάφορο βλέμμα της.
-Λάθος πίκρα σκότωσες.
Αυτή που σε φαρμάκωνε
ζει.
*Κική Δημουλά, Δημόσιος Καιρός, Eκδόσεις Ίκαρος, 2014

Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία.
Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ.
Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό.
Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια…
Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων.
Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία…
Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή…
Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.