Εν αρχή ην ο μόνος

“ Το ξέρω πως ο καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί. Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.”  ~Γιάννης Ρίτσος

Και τότε γιατί να ‘ρθω μαζί σου; Αφού όπως λες δεν ωφελεί. Αφού ο καθένας θα πορεύεται πάντα μόνος, ανάμεσα σε στροβίλους από φωνές, γέλια και χειροκροτήματα, μόνος στα πολύβουα και φωταγωγημένα καλντερίμια των αλλοτινών και των μελλούμενων καιρών, μόνος με τις τρομαγμένες μνήμες και τις ερινύες του, με τις εύθραυστες σκέψεις, τα τρυφερά ονείρατα και τις θυελλώδεις ελπίδες του.

Γιατί ωστόσο «ο καθένας μοναχός πορεύεται»; Επειδή απλούστατα, τις μεγαλύτερες και βαθύτερες στιγμές του, από τις πιο ένδοξες ως τις πιο πικρές, ο καθένας τις γεύεται μόνος, από επιλογή και από παρόρμηση. «Μοναχός πορεύεται στον έρωτα», γιατί κανείς δε θα μπορούσε ποτέ του να αποθέσει στα ανυποψίαστα χέρια της αγαπημένης ολόκληρο το φάσμα των συναισθημάτων του. Δεν είναι ότι δε θέλει, μόνο που η ιριδίζουσα φλόγα του έρωτα δεν αποδίδεται ποτέ ολότελα με λέξεις αέρινες ή χάρτινες, ούτε και με πράξεις. Έτσι, του αρκεί απλώς να ακουμπάει απαλά την καρδιά της στη δική του και να νιώθει. «Μοναχός στη δόξα» γιατί αυτός, κατάκοπος απ’ τη ζωηρή ανησυχία και τον ιδρώτα του ταξιδιού, κατόρθωσε με τις δικιές του δυνάμεις, να φτάσει το γυάλινο ποτήρι της αυτοπραγμάτωσης. «Και στο θάνατο» πάλι κανείς οδεύει μόνος, με το νοερό απολογισμό, τις τύψεις και τις μνήμες του να συνοδεύουν τους στερνούς παλμούς του, όπως μόνος του ήρθε κάποτε στη ζωή από κάποια ζεστή άβυσσο, μόνος του ανάσανε για πρώτη φορά και φούσκωσε τις φλέβες του με την προσδοκία του μακρινού και του αοράτου.

Αλίμονο όμως, κανείς δεν έζησε στ’ αλήθεια μονάχος πάνω στη Γη, αν πρώτα δεν το επεδίωξε. Οι ρυτίδες του χρόνου είναι άλλωστε πιο βαθιές αν τις χαράξουμε μονάχοι, γιατί οι μέρες μας μαραίνονται πιο γρήγορα αν δεν τις μοιραστούμε. Γι’ αυτό και πάντα επιλέγουμε τον άνθρωπο, που άλλοτε φωτίζει τη νύχτα για να μας δείξει το δρόμο και άλλοτε πορεύεται στο πλάι μας, ώστε να ανακαλύψουμε μαζί τα σταυροδρόμια του κόσμου. Γι’ αυτό και λαξεύουμε τις παράλληλες ζωές μας με υπέρτατο πάθος, τις φέρνουμε στα μέτρα μας κι ύστερα τις εισπνέουμε, όλοι μαζί κι ο καθένας μόνος. Ανοίγουμε τα χέρια μας και κλείνουμε με βεβαιότητα την οικουμένη ολάκερη. Ύστερα μιλάμε για σένα και για μένα, σμίγουμε σώματα και σκέψεις και στιγμές –μη μ’ αφήσεις μόνη στον κατακλυσμό της ασκήμιας! Τραγουδάμε και ονειρευόμαστε κι αγκαλιαζόμαστε και ξαπλώνουμε αντάμα, κάτω από ένα ελάχιστο φεγγάρι ή έναν ξυπόλητο ήλιο, όπως το παιδί μας, που τρέχει τώρα δίχως παπούτσια και πλάθει τη ζωή μας στα μέτρα της καρδιάς του. Πάντα στο νου μας έχουμε τον άνθρωπο, πολεμάμε και πεθαίνουμε για να μην του λείψει η ανάσα, χαμογελάμε μέσα απ’ το στενό κελί μας, γιατί αγαπάμε τον άνθρωπο, τη μάνα, τον κόσμο. Πιανόμαστε χέρι με χέρι και βαδίζουμε κατά την Ιθάκη που ο καθένας μας σημάδεψε.

Η μοναξιά είναι ο φόβος των γενναίων και το καταφύγιο των ρομαντικών. Παρόλα αυτά, όλες εκείνες τις νύχτες που οι σκέψεις σαλπάρουν στα τρίσβαθα του υποσυνείδητου, αν βάλει κανείς στη ζυγαριά τον άνθρωπο από τη μια και την απουσία του από την άλλη, πάντοτε η ζυγαριά θα κλίνει προς τον άνθρωπο. Γιατί, όταν περάσει αναπάντεχα βιαστικός ο χρόνος, αυτό που μένει ως περιπλανητική επίγευση δεν είναι παρά οι ώρες που περπατήσαμε στα συναισθήματα, τα δικά μας και των άλλων, ανομολόγητες μνήμες και προσευχές, σκέψεις και ονείρατα και ελπίδες, που συνήθως συνύφαναν τη ζωή μας με εκείνη άλλων ανθρώπων. Εξάλλου, ο άνθρωπος πλάθει τον άνθρωπο και μαζί του πλάθεται–στο βαθμό που του επιτρέπουν οι δυνάμεις του, τρέφει και τρέφεται από την αγάπη του, ίσως για να απαλύνει κάπως το κατά τα άλλα μοναχικό ταξίδι του…

 

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθρο“Έρχεται ο γίγαντας” του Μάκη Τσίτα |Εκδόσεις Μεταίχμιο
Επόμενο άρθροὍταν μιὰν ἄνοιξη, Μανόλης Αναγνωστάκης
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1999. Είναι φοιτήτρια του τμήματος Φαρμακευτικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το ενδιαφέρον και η προσήλωσή της στο αντικείμενο σπουδών της, στον άνθρωπο και την υγεία, είναι αδιαμφισβήτητα και άμεσα συνυφασμένα με το ανήσυχο πνεύμα της. Ωστόσο, από πολύ μικρή ηλικία πίστεψε στη δύναμη της συγγραφικής πένας, γιατί ένιωσε πως οι λέξεις αναπνέουν, ενώ στοιβαγμένες στη σειρά, αποκτούν ένα βάθος ασύλληπτο. Έτσι, έχει επιλέξει να πορεύεται παρέα με το αστείρευτο μεράκι της, την τέχνη της γραφής και ιδιαίτερα της ποίησης. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής και έχει συμμετάσχει σε μαθητικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, σε ορισμένους εκ των οποίων διακρίθηκε. Υπήρξε μέλος της συγγραφικής ομάδας στο blog του TEDxUoM 2019. Τον περασμένο χρόνο ένα ποίημά της συμπεριλήφθηκε σε έντυπη ποιητική συλλογή. Πέρα από την ποίηση και τη λογοτεχνία, αγαπά τις ξένες γλώσσες, τα ταξίδια, την έντεχνη μουσική και τις τέχνες στο σύνολό τους, με ιδιαίτερη αδυναμία στο θέατρο, χάρη στον ιδιαίτερο παλμό και τη μαγεία του. Νοσταλγική και ταυτόχρονα αεικίνητη, απεχθάνεται τη στασιμότητα και πιστεύει στη ζωή και το φως. Όπως άλλωστε της αρέσει να δανείζεται από το Γ. Ρίτσο: «Εμείς δεν ξέρουμε τι είναι η ομίχλη. Εμείς που λες όλα τα φτιάχνουμε στο φως.»