Του Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου.

 

Σκοτεινό δωμάτιο. Στο κέντρο μια λαμπάδα
που καίει δειλά.
Άδειο δωμάτιο. 
Τριγύρω ψιθυριστές φωνές.
Κανένα ίχνος παρουσίας.
Εκτός -βέβαια- από τις σκιές.

 

Φωνή Α’: …εδώ είμαστε καλά…

Φωνή Β’: είμαστε καλά κι εδώ.

Φωνή Α’: πάντα σκιας ασθενέστερα, πάντα ονείρων απατηλότερα· μια ροπή και ταύτα πάντα θάνατος διαδέχεται.

Φωνή Γ’: νύχτωσε; νύχτωσε αρκετά;

Φωνή Δ’: το κερί καίει ακόμα…

Φωνή Β’: κάποιος θυμάται.

Φωνή Γ’: νύχτωσε αρκετά;

Φωνή Α’: είναι ώρα

 

Και οι τέσσερις φωνές μαζί: είναι ώρα…

 

Φωνή Α’: Νυξ γένεσις πάντων!

Και οι τρεις φωνές μαζί: Ως άνθος μαραίνεται, και ως όναρ παρέρχεται, και διαλύεται πας άνθρωπος.

Φωνή Α’: το κερί πρέπει να σβήσει. Αγώνα τώρα έχει η ψυχή και η μνήμη αλυσίδα που την δένει. Ας σβήσει -επιτέλους!- κάποιος το κερί!

 

Και οι τρεις φωνές φυσάνε μαζί.
Η λαμπάδα παραμένει αναμμένη.

 

Και οι τέσσερις φωνές μαζί κλαίγοντας:  Που εστί τον ικετόν η πλημμύρα και ο θόρυβος;

Φωνή Γ’: ήταν χειμώνας. Άγριοι καιροί. Ο φόβος και η ενοχή είχαν το κλειδί του Νόμου. Κάπου στο βάθος φωτιές και καπνοί. Καίγονταν η αμαρτία. Φούντωνε η τρέλα. Τους ικέτευα να σταματήσουν! Πνιγόμασταν από την κάπνα και την ντροπή. Ήθελα να φύγω, όμως, τα πόδια μου ήταν δεμένα με τις οιμωγές των μανάδων. Δεν υπήρχε μήτε φεγγάρι μήτε λύπηση…

 

Το κεφάλι της είχε μείνει άθικτο.

Και οι τέσσερις φωνές μαζί: Ας νθος μαραίνεται, και ας όναρ παρέρχεται, και διαλύεται πας άνθρωπος.

Φωνή Α’: Οτι εκζητών τα αίματα αυτών εμνήσθη, ουκ επελάθετο της κραυγής των πενήτων.

Φωνή Β’: τον είχα αγαπήσει. Ένα πρωί δυο στρατιώτες φάνηκαν στην πόρτα. Το πρόσωπό τους δεν πρόδιδε καταστροφή. Λες και… χαμογελαστή σε υποδέχεται η τραγωδία. Εκτελέστηκε μαζί με άλλους εφτά. Μέρα Κυριακή. Κάτω από την βροχή. Η σφαίρα είχε κρυφτεί στο δεξί του μάτι. Κρίμα… το αίμα λέρωσε το γκριζοπράσινο των ονείρων μου…

Φωνή Α’: πάντα σκιάς ασθενέστερα, πάντα ονείρων απατηλότερα· μια ροπή και ταύτα πάντα θάνατος διαδέχεται.

Φωνή Γ’: κανείς δεν φάνηκε ακόμα…

Φωνή Δ’: ποιον περιμένεις;

Φωνή Γ’: εγώ; εγώ; κανέναν…

Φωνή Δ’: Κι όμως…

Φωνή Γ’: τι;

Φωνή Δ’: τίποτα.

Σκοτεινό δωμάτιο. Οι φωνές σωπαίνουν.
Η λαμπάδα τρεμοπαίζει
και ξάφνου σβήνει.
 
Αρχίζουν κι ακούγονται αχνά κλάματα.
 
Ένας άνδρας μπαίνει στο δωμάτιο.
Με ένα σπίρτο ανάβει πάλι την λαμπάδα.
Τα κλάματα σταματούν.
 
Ο άντρας κοιτάζει τριγύρω.
Αφουγκράζεται το άδειο δωμάτιο.

 

Φωνή Β’: μας άκουσε

Και οι τέσσερις φωνές μαζί: μας άκουσε… Σσσςςς…

 

Ο άνδρας βγαίνει για λίγο από το δωμάτιο
και ξαναμπαίνει κρατώντας μια καρέκλα.
Την τοποθετεί δίπλα στην λαμπάδα και κάθεται.
 
Ψάχνει τις τσέπες του σακακιού του
κι έπειτα βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα.
Οι φωνές εντωμεταξύ έχουν σωπάσει.
 
Ο άνδρας βγάζει ένα τσιγάρο και το ανάβει.
Βάζει το πακέτο στην τσέπη του
και καπνίζει αφηρημένος.
 

Άνδρας: αύριο θα έρθει να κανονίσουμε τα διαδικαστικά. Όσο πιο γρήγορα τόσο το καλύτερο είπε. Το καλύτερο για ποιον- ήθελα να ρωτήσω, μα δεν τόλμησα. Δειλός; μπορεί. Ίσως και να είναι το πρώτο σημάδι της παραίτησής μου. Πάντως, αύριο θα έρθει. Αυτό είναι καλό, ε;

Τι ώρα είναι;

 

Και οι τέσσερις φωνές μαζί: Μεσάνυχτα.

Άνδρας: Μεσάνυχτα…

Φωνή Α’: Θεά βασίλεια, φαεσφόρε, δια Σελήνη,

ταυρόκερως Μήνη, νυκτιδρόμε, ηεροφίτι,

εννυχία, δαιδουχε, κόρη, ευάστερε, Μήνη…

Άνδρας: άδικα φωνάζεις. Δεν έχει φεγγάρι. Ποτέ δεν είχε. Ξέχασες;

Ο άνδρας σηκώνεται όρθιος, πετάει κάτω
το τσιγάρο και το πατάει, με κυκλικές κινήσεις
της μύτης του παπουτσιού του.
 
Έπειτα, μένει ακίνητος
με σκυμμένο το κεφάλι.
 

Άνδρας: Μήνη… μήνη… μαιμάω… μηνίαμα…

Σηκώνει σιγά σιγά το κεφάλι…

μηνιαστήν. Ήμουν… είμαι… δεν ξέρω από πότε… δεν ξέρω πόσο καιρό… Η αιτία; Εγώ.

Θέλω να πω-

εγώ… με ό, τι δεν μπόρεσα… με ό, τι φοβήθηκα… με ό, τι τόλμησα. Εκείνος, μ’ ένα ελαφρύ μειδίαμα, μου είπε: “πρέπει να αγαπάς τα λάθη σου… αυτά σε φτιάχνουν…”

κι από τότε… φόρεσα την μάσκα μου και ξεκίνησα να ζω. Με το αγκάθι κάθε βράδυ να βγαίνει πότε μισό και πότε ολόκληρο και να απαιτεί: Αγάπα με, αγάπα με, αγάπα με…

Και οι τέσσερις φωνές μαζί: μάταια ελάλησεν έκαστος προς τον πλησίον αυτού, χείλη δόλια εν καρδία, και εν καρδία ελάλησε κακά…

Άνδρας: και πάλεψα και πάτησα επί πτωμάτων κι αδίκησα… όσα έπρεπε -εγώ- τα κατέθεσα στο ταμείο.

 

Τώρα φτάνει. Ως εδώ…

ας έρθει κάποιος άλλος Ιώβ- πιο πιστός και πιο επιμελής- για να φαγωθεί από το θηρίο.

Του παραδίδω την σκυτάλη.

 

Ο άνδρας βγαίνει για λίγο από το δωμάτιο
και ξαναμπαίνει κρατώντας μια μάσκα.
Την στερεώνει στην λαμπάδα και μετά
ξαναφεύγει.
 
Άδειο δωμάτιο.
Η λαμπάδα καίει σταθερά.

 

Φωνή Δ’: και πάλεψε και πάτησε επί πτωμάτων κι αδίκησε…

Φωνή Β’: επί πτωμάτων…

Φωνή Α’: κι ο νόμος Αυτού διαβατήριο για το στόμα του κήτους…

 

Και οι τέσσερις φωνές μαζί: λιβάνι, μύρο, αγριολούλουδα, παπαρούνα, λίγη κανέλλα…

Φωνή Δ’: και τριαντάφυλλο

Φωνή Γ’: χωρίς τ’ αγκάθι…

Φωνή Α’: και τώρα ας καλέσουμε την μάνα μας Εκάτη.

Και οι τέσσερις φωνές μαζί: Εινοδίαν εκάτην κλήιζω, τριοδίτιν,  εραννήν,

ουρανίαν χθονίαν τε και ειναλίαν, κροκόπεπλον,

τυμβιδίαν, ψυχαίς νεκύων μέτα βακχεύουσαν (σταματάνε απότομα)…

Φωνή Γ’: οι φωτιές άναψαν πάλι! Άγριοι καιροί…

Φωνή Β’: το αίμα… το αίμα… θα λερώσει… το αίμα… πάλι θα λερώσει…

Φωνή Α’: Πάψτε!

Φωνή Δ’: ξύπνησε το κήτος… ζητάει τροφή… ζητάει…

Φωνή Α’: θυσία…

Φωνή Γ’: ήταν χειμώνας. Άγριοι καιροί. Ο φόβος και η ενοχή είχαν το κλειδί του Νόμου. Κάπου στο βάθος φωτιές και καπνοί. Καίγονταν η αμαρτία. Φούντωνε η τρέλα. Τους ικέτευα να σταματήσουν! Πνιγόμασταν από την κάπνα και την ντροπή. Ήθελα να φύγω…

Φωνή Δ’: Μήνις… μηνίαμα…

Φωνή Β’: μάνητα

Και οι τέσσερις φωνές μαζί: Ε ως πότε, Κύριε, επιλήση μου εις τέλος; εως πότε αποστρέψεις το πρόσωπόν σου απ’ εμού;

 

Η λαμπάδα τρεμοπαίζει κι έπειτα σβήνει.

 

Και οι τέσσερις φωνές μαζί: Τι το περί ημάς τούτο γέγονε μυστήριον; Πως παρεδόθημεν τη φθορά , και συνεζεύχθημεν τω θανάτω;

Φωνή Β’: μάνητα

Άγριες φωνές ακούγονται απ’ έξω να αλαλάζουν.
Μέσα στο δωμάτιο σκοτάδι και σιωπή.

 

Φωνή Α’: (δειλά)…Περσείαν, φιλέρημον, αγαλλομένην ελάφοισι,

νυκτερίαν, σκυλακιτιν, αμαιμάκετον βασίλειαν,

θηρόβρομον, άζωστον, απρόσμαχον είδος έχουσαν,

ταυροπόλον, παντός κόσμου κληιδούχον άνασσαν (σταματάει μ’ έναν λυγμό)…

Φωνή Β’: Άγριοι καιροί…

Φωνή Γ’: Άγριοι καιροί…

Φωνή Δ’: Άγριοι καιροί…

Φωνή Β’: Άναψε το κερί

Φωνή Α’: Εγώ;

Φωνές Β’, Γ’ και Δ’: Ναι!

Φωνή Α’: Πως;

Φωνές Β’, Γ’ και Δ’: θυμήσου

Φωνή Α’: Να θυμηθώ;

Ήταν η γιορτή του Θερινού Ηλιοστασίου. Ακουγόντουσαν από παντού τραγούδια και γέλια. Η μητέρα ετοίμαζε στον βωμό την προσφορά κι ο πατέρας στον κήπο κοίταζε -χαμογελώντας- τ’ αστέρια. Ήμουν ευτυχισμένη. Ερωτευμένη. Και πλήρης. Ώσπου..

Δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι πως. Πάντως η είδηση εξαπλώθηκε παντού. Το όνομα του προδότη έφτυναν -αηδιασμένοι- οι μεγάλοι. Δεν καταλάβαινα ακριβώς. Πήγα τρέχοντας να τον συναντήσω. Να ακούσω από το στόμα του κάτι τρυφερό.

Τον βρήκα στολισμένο. Ετοιμοπόλεμο. Έκλαψα. Έκλαψα πολύ. Του είπα πως θα πήγαινα εγώ στην μάχη αντί για κείνον. Χαμογέλασε. Για τελευταία φορά. Μου χάιδεψε το μάγουλο. Δεν τον ξανάδα.

Δεν τον ξανάδα ζωντανό. Τον έφεραν επάνω στην ασπίδα. Λουσμένο από κόκκινα και άσπρα γαρύφαλλα.

 

Η λαμπάδα ξάφνου ανάβει.
Η μάσκα είναι πεσμένη στο πάτωμα και γεμάτη
από κηλίδες αίματος.
 
Μια μαυροφορεμένη γυναίκα μπαίνει
στο δωμάτιο κρατώντας στην αγκαλιά της
ένα σκοτωμένο μωρό.
 
Οι αλαλαγμοί απ’ έξω σταματούν.
Οι φωνές σωπαίνουν.
 
Η γυναίκα αφήνει κάτω το μωρό.
Παίρνει στα χέρια της την μάσκα
και την καίει με την φλόγα της λαμπάδας.
 
Έπειτα, κάθεται στην καρέκλα.
Τοποθετεί τους αγκώνες της επάνω
στα πόδια της και κρύβει το πρόσωπό της
μέσα στις παλάμες της.
 
Μπαίνει κι ο άνδρας μέσα στην σκηνή.
Φοράει πολεμική φορεσιά.
Γδύνεται και σκύβει στα πόδια της γυναίκας.
Τοποθετεί το κεφάλι του στα πόδια της
κι αρχίζει να κλαίει σαν μωρό.
 
Η γυναίκα βγάζει απ’ τον κόρφο της ένα
μικρό μαχαίρι και κόβει τον λαιμό
του άνδρα.

 

Φωνή Α’: κι ο νόμος Αυτού διαβατήριο για το στόμα του κήτους…

Και οι τέσσερις φωνές μαζί: …Χους ει καί εις χούν επελεύσει

 

Απ’ έξω ακούγονται γέλια κι αρχίζει να παίζει
μια χαρούμενη μουσική.
Το δωμάτιο φωτίζεται.
 
Η γυναίκα χαμογελά.
Παίρνει στα χέρια της το νεκρό μωρό
και βγαίνει απ’ το δωμάτιο.
 
Η μουσική δυναμώνει όλο και πιο πολύ.
Τα γέλια συνεχίζουν.
Απ’ έξω έχουν στήσει χορό.
Ακούγονται τα βήματά τους.
Φρενήρη.
 
Η λαμπάδα σβήνει.
Το φως δυναμώνει.
Η μουσική δυναμώνει.
Ο χορός γίνεται οργιαστικός.
 
Οι φωνές έχουν χαθεί.
  
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.