Πρόσφατα μια φίλη μου έχασε τον παππού της. «Ήταν πολύ καλός άνθρωπος και το μεγαλύτερο poker face που έχω γνωρίσει. Τόσο καλή καρδιά, πάντα βοηθούσε. Αλλά συναισθήματα δεν έδειχνε. Όταν του μιλάγαμε γλυκά, και τον φιλούσαμε, έλεγε δεν είναι ώρα για αυτά». Ήταν άνθρωπος παλαιάς κοπής, καταπιεσμένης κοπής. Αυτά τα αρσενικά που έπρεπε να ναι βράχοι. Να σηκώνουν τα οικονομικά βάρη και να κρατούν τα συναισθηματικά βαρίδια φωλιασμένα στην καρδιά τους. Ζούσαν για ν’ αγαπούν μα να μη το δείχνουν παρά μόνο με πράξεις. Συναισθηματική έκρηξη δεν επιτρεπόταν, θα φανερωνόταν η αδυναμία τους.
Είναι αυτοί οι άνθρωποι που αγαπούν πιο βαθιά από κάθε ευσυγκίνητο συναισθηματία που εκδηλώνει την αγάπη του ανά πέντε λεπτά. Κάποιοι κρατούν σφιχτά τα λόγια τους, τις εφήμερες πράξεις ένδειξης αγάπης και φροντίδας και λειτουργούν αλλιώς: πράττοντας και μην αποκαλύπτοντας. Γενιές γαλουχήθηκαν με την αυστηρή συγκράτηση στην έκφραση των εσωτερικών τους αισθημάτων. Δεν μπόρεσαν όμως, να υποταγούν ουσιαστικά στην σκληρότητα αυτή. Κάνουνε χίλια δυο καλά σε όσους αγαπούν. Όσο «αρσενική» κι αν προσπαθούμε να κάνουμε την καρδιά μας αυτή είναι φύσει ερμαφρόδιτη: δεν επιδέχεται κοινωνικούς προσδιορισμούς του φύλου. Είναι μια για όλους, πονά, νοιάζεται και θέλει να εκδηλώνεται.
Όλη η θεωρία γύρω από την αδυναμία που συνεπάγεται η έκφραση συναισθημάτων έχει καταπιέσει γενιές και γενιές, κυρίως ανδρών. Το αρρενωπό αρσενικό (ηθελημένος ο πλεονασμός), το δυνατό φύλο δεν πρέπει να λυγίζει. Πρέπει μέσα του να πονά, ν’ αγαπά, να χαίρεται, να μη δέχεται ευχαριστώ, φιλιά, λόγια αγάπης. Να στέκεται στο ύψος του ανδρισμού του με κάθε κόστος. Ο καλός άνθρωπος ωστόσο, πάντα ξεχωρίζει όσο κι αν κρύβει τα συναισθήματα του. Ο παππούς της Κωνσταντίνας είχε γυναίκα ένα «διαμάντι». Παιδιά κι εγγόνια που τον θυμούνται μόνο με αγάπη κι ίσως μ’ ένα παράπονο πως ίσως, δεν εκφράστηκε όσο θα’ θελε. Την αγάπη του για όσους νοιαζότανε, την είδανε στα χέρια του που μόνο δίνανε, στα συγκρατημένα χαμόγελα που σφίγγανε μέσα τους ένα «σας αγαπώ πολύ» αλλιώτικο από αυτά που σκορπούν απερίσκεπτα στόματα με κάθε ευκαιρία.
Κάπου ανάμεσα στην συναισθηματική καταπίεση των παλιότερων και στη συναισθηματική ασυδοσία του σήμερα, στέκονται οι άνθρωποι που αγαπούν και το δείχνουν όταν το αισθάνονται πραγματικά. Πότε με πράξεις, πότε με λόγια. Όπως μπορεί κανείς κι όπως του επιτρέπει ο χαρακτήρας του. Ας λευτερώνονται όμως, καμιά φορά οι ψυχές, να νιώθουν μέσα τους όσα οι άλλοι βλέπουν κι αγαπούν, κι ας μην είναι κάθε μέρα.
*Για την Κωνσταντίνα και το σφιγμένο χαμόγελο του παππού της που μου δώσανε έμπνευση για το σημερινό κείμενο.
*ευχαριστώ τη Μαρίλη Αγάθου για την παραχώρηση της φωτογραφίας.
Γράφει η Ζωή Αμοιρίδου.
Γεννήθηκε το 1999 στην Κέρκυρα, όπου και μεγάλωσε, ενώ από το 2017 μένει στη Θεσσαλονίκη όπου σπουδάζει στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Θέλει να γίνει ιστορικός τέχνης γιατί η τέχνη τη συγκινεί όσο τίποτα. Συμμετέχει εθελοντικά στο φεστιβάλ κινηματογράφου, στην ArtThessaloniki και στο OpenHouse. Τριγυρνά σε μουσεία και γκαλερί. Αγαπά τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο ,τη λογοτεχνία και όποτε της έρθει γράφει και κανένα ποίημα. Της αρέσουν τα ταξίδια, οι βόλτες με φίλους, οι καφέδες σε τζαζ ρυθμούς και τα κρασιά με υπόκρουση Μάλαμα. Θέλει να συζητά, να γνωρίζει ανθρώπους που θαυμάζει, να κερδίζει γνώσεις. Κλαίει, όσο γελά. Πάρα πολύ.
Η στήλη της VitArt, είναι η προσπάθεια της να μιλήσει περί Τέχνης, για τα περί της Ζωής. Κάποτε σε πεζό λόγο, κάποτε σε ποιητικό.