Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι: κρύψου· γίνε αόρατη για όλους· ορατή μόνο σ᾿ εμένα· καλυμμένη
απ’ τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών με σκοτεινό διάφανο πέπλο
διάστικτο απ’ τους ασημένιους στεναγμούς εαρινών φεγγαριών. Οι πόροι σου εκπέμπουν
φωνήεντα, σύμφωνα ιμερόεντα· αρθρώνονται απόρρητες λέξεις·
τριανταφυλλιές εκρήξεις απ’ την πράξη του έρωτα. Το πέπλο σου ογκώνεται, λάμπει
πάνω απ’ τη νυχτωμένη πόλη με τα ημίφωτα μπαρ,
τα ναυτικά οινομαγειρεία·
πράσινοι προβολείς φωτίζουνε το διανυκτερεύον φαρμακείο· μια γυάλινη σφαίρα
περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία της υδρογείου. Ο μεθυσμένος τρεκλίζει
σε μια τρικυμία φυσημένη απ’ την αναπνοή του σώματός σου. Μη φεύγεις. Μη φεύγεις.
Τόσο υλική, τόσο άπιαστη. Ένας πέτρινος ταύρος
πηδάει απ᾿ το αέτωμα στα ξερά χόρτα. Μια γυμνή γυναίκα ανεβαίνει την ξύλινη σκάλα
κρατώντας μια λεκάνη με ζεστό νερό. Ο ατμός τής κρύβει το πρόσωπο. Ψηλά στον αέρα
ένα ανιχνευτικό ελικόπτερο βομβίζει σε αόριστα σημεία. Φυλάξου.
Εσένα ζητούν. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου. Το τρίχωμα
της κόκκινης κουβέρτας που μας σκέπει, διαρκώς μεγαλώνει
γίνεται μια έγκυος αρκούδα η κουβέρτα. Κάτω απ’ την κόκκινη αρκούδα
ερωτευόμαστε απέραντα, πέρα απ᾿ το χρόνο κι απ’ το θάνατο πέρα,
σε μια μοναχική, παγκόσμιαν ένωση. Τι όμορφη που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει.
Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου δέομαι: κρύψου.
Η Μελπομένη είναι νομικός. Αγαπάει το φθινόπωρο, τα βιβλιοπωλεία, την τηλεόραση. Πιστεύει πως οι μέρες πληθαίνουν με την αφή, την πίστη και τον άνθρωπο. Το Ολόγραμμα φιλοξενεί τις συλλογές και τις διαθέσεις της. Γεννήθηκε το ‘94, έμαθε να διαβάζει με λεξικό και να γράφει. Σκέψεις της συνοδεύουν τις φωτογραφίες σας.