Τα μπαλκονάκια της Θεσσαλονίκης έχουν την τιμητική τους αυτή την περίοδο. Τον τελευταίο καιρό οι ένοικοι μικρών διαμερισμάτων της πόλης έχουν βαλθεί να δώσουν ζωή στον αστικό κλοιό ζέστης και καυσαερίων. Έχουν ξυπνήσει από τις 8 το πρωί και με στόχο το «φέτος θα αράζουμε μπαλκόνι» ξεκινούν τις δουλειές. Με σκούπα και φαράσι ανά χείρας μαζεύουν επιμελώς όλη τη σκόνη που έχει καλύψει τις κηλίδες χρώματος του βίντατζ μωσαϊκού πατώματος. Κάποτε το μωσαϊκό αυτό της δεκαετίας του ’70 ήταν η αιτία δυσανασχέτησης τους σχετικά με την ενοικίαση του σπιτιού, αλλά τώρα το χαρακτηρίζουν βίντατζ και όλα μοιάζουν σωστά. Ανήσυχοι συνειδητοποιούν πως το τραπεζάκι που άφησε ο προηγούμενος ενοικιαστής τους άφησε χρόνους. Και αυτές οι καρέκλες… Τότε ξεκινάνε τα μαστορέματα. Βρήκανε παλέτες και η DIY επιπλοποιεία με όνομα «Τι το θέλω το πτυχίο;» ξεκινά την παραγωγή: παγκάκι και τραπέζι. Τι κι αν οι μετρήσεις βγήκαν λάθος, και το παγκάκι δε θα έχει πλάτη; Μας φτάνει που θα φύγουν τα πλαστικά εκτρώματα. Μέχρι το βράδυ έχουν προστεθεί τα απαραίτητα διακοσμητικά, έχει πέσει και ένα σφουγγάρισμα για να «δείξει» το μωσαϊκό και είναι έτοιμο να δεχθεί πέλματα από  15 έως 55 νούμερο. Πόσες φιλοδοξίες έχει άραγε μια φασίνα και δυο χειροποίητα έπιπλα; Πολλές μάλλον, όσες η ιδέα του μπαλκονιού.

Η παρέα κατέφθασε και κατέλαβε το δροσερό μπαλκόνι. Κάποιοι στο παγκάκι, κάποιοι στα εκτρώματα (η ανάγκη βλέπετε), με μια μπύρα στο χέρι μιλούν για τα πάντα και τους πάντες. Ο «θόρυβος» της γειτονιάς δε τους αφήνει να σταθούν στα τετριμμένα θέματα συζήτησης. Πως άλλωστε να αδιαφορήσεις στο επιδεικτικό τίναγμα σεντονιών του απέναντι, που μανιωδώς χτυπά τα υφάσματα στα κάγκελα του μπαλκονιού του στις 11 το βράδυ; Πως να μην αναρωτηθείς τι να περνάει ο άλλος ο απέναντι, που μονίμως καπνίζει, πίνει και φαίνεται να έχει παρατηθεί από τη ζωή; Πως να μην σχολιάσεις την ενδιαφέρουσα παρέα που αράζει δύο πολυκατοικίες πιο κάτω και δε σταματά να τραγουδά; Είναι όλα κάπως μαγικά στα μπαλκόνια. Μοιάζουν απενοχοποιημένες παρακμιακές οάσεις μέσα στην αστική βουή των δρόμων. Έχει το καθένα του πολλές στιγμές ανθρώπων χαραγμένες στο μωσαϊκό του. Κηλίδες ποτού και πρωινού καφέ, στάχτες απεγνωσμένων τσιγάρων, και πεσμένα φύλλα από το βασιλικό που μαράθηκε και φέτος. Όλα στο όμορφο μπαλκόνι που ζει κάθε χρόνο για 6 μήνες για να φιλοξενήσει τις πιο όμορφες και δύσκολες στιγμές πόλεων και ανθρώπων που τρέχουν και είναι εγκλωβισμένοι. Το μπαλκονάκι με τα λίγα του τετραγωνικά, μένει να μας θυμίζει τα άγχη του καλοκαιριού που ξεπεράσαμε παρέα με γέλια και λίγο αλκοόλ.


*Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και παρέες δεν είναι συμπτωματική.
*Ευχαριστώ την Μαρίλη Αγάθου ακόμη μια φορά για την παραχώρηση της φωτογραφίας της.
Γράφει η Ζωή Αμοιρίδου.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθρο[ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΘΥΜΑΤΑΙ ΟΝΟΜΑΤΑ], Σταύρος Σταυρόπουλος
Επόμενο άρθροΠώς γίνεται, όταν πονάει το μέρος, να μην σφαδάζει το όλον;
Γεννήθηκε το 1999 στην Κέρκυρα, όπου και μεγάλωσε, ενώ από το 2017 μένει στη Θεσσαλονίκη όπου σπουδάζει στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Θέλει να γίνει ιστορικός τέχνης γιατί η τέχνη τη συγκινεί όσο τίποτα. Συμμετέχει εθελοντικά στο φεστιβάλ κινηματογράφου, στην ArtThessaloniki και στο OpenHouse. Τριγυρνά σε μουσεία και γκαλερί. Αγαπά τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο ,τη λογοτεχνία και όποτε της έρθει γράφει και κανένα ποίημα. Της αρέσουν τα ταξίδια, οι βόλτες με φίλους, οι καφέδες σε τζαζ ρυθμούς και τα κρασιά με υπόκρουση Μάλαμα. Θέλει να συζητά, να γνωρίζει ανθρώπους που θαυμάζει, να κερδίζει γνώσεις. Κλαίει, όσο γελά. Πάρα πολύ. Η στήλη της VitArt, είναι η προσπάθεια της να μιλήσει περί Τέχνης, για τα περί της Ζωής. Κάποτε σε πεζό λόγο, κάποτε σε ποιητικό.