Θέλω να κουβεντιάσω σ’ ένα καφενείο
που νάχει πόρτα ανοιχτή
και να μην έχει θάλασσα
μονάχα άντρες άνεργους
σκόνη με ήλιο και σιωπή
να μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ
κ’ η σκόνη μαζί με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας
κι ας μην πάρουμε και σήμερα βρε αδερφέ
προφύλαξη για την υγεία μας
κι ούτε να δίνεις συμβουλές
το πως το κατεβάζω έτσι
και πως σκορπιέμαι έτσι
και να αφήσεις ήσυχα στα μούτρα
τις μπογιές τις μύξες και τα κλάματα
να τρέξουνε.
Μονάχα να κοιτάζεις ήρεμα
τα νύχια τα μαλλιά μου και τα χρόνια
πούναι βρώμικα
και γώ
να μη δίνω φράγκο για όλα αυτά
Μόνο το κόμμα, το χριστουλάκο τους
γιατί δε φτιάχτηκε το κόμμα τόσα χρόνια
και σύ νάσαι φίλος. Φίλος-φίλος
έτσι όπως το λέει ο Καζαντζίδης
καί το κονιάκ νάναι σκατά
και εργολάβος πουθενά δε φάνηκε
έχει δωμάτιο για παράνομους
πάνω απ’ το καφενείο
θα σου τα ρίξω σε μια δόση
το συνηθίζω άμα μεθάω – έτσι για να σε λιανίσω-
να σε δω χωρίς βρακί να δούμε τι θα κάνεις
εσύ όμως λέει δεν θάσαι απ’ αυτούς
θα σηκωθείς και θα χορέψεις παραγγελιά
..βεργούλες και με δείρανε..
και θα κρατάς στις χούφτες σου
μ’ αγάπη και με προσοχή το μυαλό μου
είναι έτοιμο να διαλυθεί στα χίλια. Με πονάει.
Κι όταν
έρθουνε να σου πουν
εδώ δεν είναι
τόπος
και χρόνος
για τέτοια πράγματα
τράβηξε τη φαλτσέτα και θέρισε.
Γεννήθηκε και ζει στη Δράμα. Στην Κομοτηνή, σπούδασε Νομική. Ανάμεσα στις πολλές ώρες στα πολλά βιβλία και σημειώσεις για τη σχολή, έβρισκε χρόνο για να διαβάζει και τα άλλα, τα λογοτεχνικά. Αν ρωτήσει κανείς έναν φίλο της, θα την χαρακτηρίσει με δυο λέξεις: βιβλία και καφές.
Στο «Ολόγραμμα» παρουσιάζει – προτείνει βιβλία –όλων των ειδών- που αγαπά και θεωρεί άξια προσοχής.