Κι άκουσα τότε μια φωνή
«θέλω επιτέλους να μιλήσουμε
χωρίς προσχήματα και συγκαλύψεις
να μιλήσουμε ανοιχτά
για σένα, για μένα, για όλους».
«Κι εγώ το θέλω από καιρό, είπα
όμως δεν γίνεται με τόση φασαρία
την αναστάτωση με όσους μπαινοβγαίνουν
φίλους, γνωστούς, επίμονους αγνώστους
με τα τηλέφωνα να χτυπάνε συνεχώς
τα παραφορτωμένα έπιπλα, τ΄ ακόμα αδιάβαστα βιβλία
τα πιάτα με υπόλοιπα φαγητών
τα ξεραμένα φύλλα που φέρνει μέσα ο άνεμος
τα άσκημα πουλιά που παριστάνουνε τα περιστέρια..»
Και βάλθηκα ν΄ αδειάζω για τα καλά το σπίτι
Να βγάζω έξω καρέκλες, πολυθρόνες, καναπέδες
βιβλιοθήκες, γραφεία, χαρτόκουτα γεμάτα κάθε λογής γραφτά
άλμπουμ με φωτογραφίες, τηλεοράσεις κι όλα τα ηλεκτρονικά
κρεβάτια, στρώματα, ντουλάπες με ρούχα καινούργια και παλιά.
Έκλεισα τα παράθυρα να μην μπαίνει ο θόρυβος
απ΄τ΄ αυτοκίνητα, τις μηχανές, τις σειρήνες
της αστυνομίας, των ασθενοφόρων, της πυροσβεστικής
κλείδωσα την πόρτα, απαγόρευσα την είσοδο σε όλους
έβαλα εμπόδια ακόμα και για τις εποχές
αφού με περισπούσε η χαμηλή μουσική της εναλλαγής
άνοιξης και καλοκαιριού, φθινόπωρου και χειμώνα
έμεινε ο χώρος άδειος, ξαφνικά τεράστιος
όμως αδιαπέραστος στις ξένες παρεμβάσεις.
«Τώρα μπορούμε ελεύθερα να μιλήσουμε
Χωρίς κανείς να μας διακόπτει
Χωρίς τίποτα να μας ενοχλεί».
«Είσαι με τα καλά σου ;», ξέσπασε η φωνή.
«Σ΄αυτό τον έρημο, νεκρωμένο χώρο
τα λόγια μας θα χτυπούν στους τοίχους
και θα γυρνάνε πίσω
κανείς μας δεν θ΄ακούει τον άλλο
μόνο τα όσα λέμε εμείς θ΄ακούμε
πιστεύοντας πώς είναι αυτά που λέει ο άλλος.
Όταν αδειάζει ο χώρος αδειάζουμε κι εμείς
μένουμε άδεια τσόφλια, επιπλέουμε στο τίποτα
αναμασώντας τα ίδια μας τα λόγια.
«Αμέσως φέρτα όλα πίσω»,
είπε η φωνή σαν να ΄δινε μια προσταγή.
Δεν μπόρεσα να προβάλω αντιρρήσεις
κι άρχισα να φέρνω μέσα ένα – ένα
τα σωριασμένα στο δρόμο πράγματα
αφήνοντας όμως και κάποια έξω.
Όσο για την πόρτα θα την ξανακλείδωνα αργότερα
Προς το παρόν την άφησα ν΄ ανοίγει μ΄ ευκολία
Γεννήθηκε και ζει στη Δράμα. Στην Κομοτηνή, σπούδασε Νομική. Ανάμεσα στις πολλές ώρες στα πολλά βιβλία και σημειώσεις για τη σχολή, έβρισκε χρόνο για να διαβάζει και τα άλλα, τα λογοτεχνικά. Αν ρωτήσει κανείς έναν φίλο της, θα την χαρακτηρίσει με δυο λέξεις: βιβλία και καφές.
Στο «Ολόγραμμα» παρουσιάζει – προτείνει βιβλία –όλων των ειδών- που αγαπά και θεωρεί άξια προσοχής.