Ήταν 27 του Ιούλη του 2019 και ήταν η πιο ωραία μέρα του χρόνου. Παρά την κούραση της εβδομάδας και τους ξέφρενους χορούς της προηγούμενης νύχτας, το Σάββατο ξυπνήσαμε νωρίς. Φορώντας τα μαγιό μας, με τα απαραίτητα εφόδια στα σακίδια, και με βάρκα την ελπίδα πως θα δροσιστούμε, αναχωρήσαμε οι δέκα περίπου που είχαμε παραμείνει το σαββατοκύριακο στην Βεργίνα.
Περπατήσαμε έξι χιλιόμετρα με γέλιο και με την σκέψη πως θα μας ανταμείψουν οι όχθες του Αλιάκμονα. Παρά τον αρχικό τρόμο όταν αντίκρυσα έναν πελαργό σε απόσταση αναπνοής, τον οποίο ανεπιτυχώς προσπάθησαν να μου αποκρύψουν, η διαδρομή ήταν όμορφη. Πράσινη και έρημη από αστικά βουητά. Κάποια ώρα αργότερα, λίγο καμένοι και αρκετά ιδρωμένοι, φτάσαμε στον ποταμό. Γεμίσαμε τα μπουκάλια μας με νερό από μια πηγή και κινηθήκαμε προς την όχθη του φράγματος.
Με γρήγορες κινήσεις στρώσαμε τις πετσέτες μας, μείναμε με τα μαγιό, ανανεώσαμε αντηλιακό και μείναμε να λιαζόμαστε στον ήλιο. Τα πλατάνια είχαν φροντίσει για την μουσική επένδυση της μέρας με το ελαφρύ θρόισμα των φύλλων τους. Τα νερά λαμπύριζαν στο φως του ήλιου. Πιο πέρα, οι απόπειρες δυο μικρών παιδιών να επιχειρήσουν μπάνιο στο ποτάμι με την βοήθεια του μπαμπά τους ολοκλήρωναν το φόντο της απόδρασης μας. Με περίσσιο θάρρος βουτήξαμε στα πράσινα νερά. Μην φανταστείτε, μέχρι εκεί που ακουμπούσαμε βότσαλα (με μια εξαίρεση που θέλησε να κολυμπήσει στα θολά νερά). Πλατσουρίζαμε στα ρηχά και γελάμε με τον Κωνσταντίνο που κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να μάθει κολύμπι. Δροσιά και χαρά.
Λουσμένοι ηλιακό φως και αδιαφορώντας για κάθε ανασφάλεια μας με το σώμα μας, μένουμε σιωπηλοί. Κάποιοι διαβάζουν λίγες σελίδες από τα βιβλία τους, κάποιοι σημειώνουν σκέψεις τους, κάποιοι ζητούν λέξεις για να γράψουν ποιήματα, ενώ κάποιοι μας κάνουν πλεξίδες με στάχυα και λουλούδια τα μαλλιά. Τρώμε, μιλάμε, γελάμε, γράφουμε και φωτογραφιζόμαστε, εντελώς ανέμελοι και δοσμένοι στην ομορφιά της φύσης και της φιλίας που γεννιέται στην ανασκαφή. Παύουμε να σκεφτόμαστε. Μαγικές στιγμές ευτυχίας.
Παίρνουμε τον δρόμο της επιστροφής παρέα με έναν σκύλο που μετά από χάδια παρασύρθηκε και είπε να αλλάξει τόπο, μέχρι που το μετάνιωσε. Ο δρόμος τώρα φαίνεται βουνό. Ξαφνικά θαύμα: αυτοκίνητο με καρότσα σταματά αυτοβούλως και μας επιστρέφει στην Βεργίνα. Ένας συντηρητής που φαντάστηκε πως είμαστε φοιτητές στην ανασκαφή σταμάτησε μόνος του και μας άφησε έξω από την πόρτα του καταλύματος. Πόσο όμορφες κινήσεις κάνουν οι άνθρωποι ώρες-ώρες. Την χαρά ολοκλήρωσαν προμήθειες και παγωτίνια που ήρθε να αφήσει ο μπαμπάς μου. Ατυχής στιγμή πως θρηνήσαμε δυο τρία παγ-τίνια λόγω λιγούρας κάποιας ψυχής.
Ήμασταν πτώματα αλλά καθώς έφευγαν δύο παιδιά από την Ιένα την επόμενη μέρα, αποφασίστηκε μετά από μια μοναδική συνεννόηση για την ώρα συνάντησης, χαλαρή έξοδος για τσίπουρα. Στο σπίτι προετοιμαζόμασταν χαλαρά για την έξοδο που φαινόταν βουνό μετά από τόσο γεμάτη μέρα και ήδη παραδεχόμασταν το πόσο όμορφη ήταν αυτή η μέρα. Ήταν μια μέρα που είχαν πάει όλα σωστά, όχι με την κανονιστική έννοια αλλά με αυτήν της πληρότητας. Ο Αλιάκμονας ήταν ένα ξύπνημα νεότητας, ένα ποτάμι όμορφων στιγμών πια.
Φτάνουμε στου Χαρατσή έτοιμοι για τα «διεκπεραιωτικά» τσίπουρα. Τσίπουρα, ούζα, μπύρες και κρασιά είχαν γεμίσει τα ενωμένα για να χωρέσουμε τραπέζια μαζί με τα απαραίτητα συνοδευτικά, αφού νηστικό αρκούδι δεν χορεύει. Το τραπέζι γέμισαν δάκρυα πονεμένων ιστοριών και γέλια όμορφων αναμνήσεων. Μέσα στην ζάλη και στον καπνό, κάποιοι στήσανε χορό. Μετά από ταχύρρυθμα μαθήματα σε συρτάκι και χασάπικο, το χορευτικό ντουέτο Μαρίλη και Κωνσταντίνος δίνουν ρεσιτάλ χορού και γέλιου αντιστοίχως. Σειρά είχαν τα ζεϊμπέκικα που λύγισαν την διπλανή παρέα και ξεκίνησαν να μας κερνούν και να παραγγέλνουν χορούς από τους Γερμανούς. Όσοι επιχείρησαν να φύγουν νωρίς, ξαναγύρισαν στο γλέντι, στην χαρά και την μεθυστική ατμόσφαιρα της συντροφιάς.
Μεθυσμένοι, μερικοί μάλιστα υποβασταζόμενοι, γυρίσαμε σπίτι αργά το βράδυ οι τέσσερις στους πέντε. Κάποιοι κλαίγανε για έρωτες παλιούς, κάποιοι γελάγανε στο μπάνιο, κάποιοι σέρνονταν στην είσοδο του σπιτιού και κάποιοι θα γύριζαν πιο αργά βρίσκοντας το κλειδί στην γλάστρα με τα μωβ λουλούδια. Αποκοιμηθήκαμε με την εντύπωση πως ήταν η μέρα της νιότης και πως τα τσίπουρα ποτέ δεν αποτελούν χαλαρή έξοδο. Ήμουν σίγουρη πως αυτή ήταν η πιο όμορφη μέρα του χρόνου. Είχα δίκιο.
*Ευχαριστώ την Μαρίνα Κιηγμά που μας αιχμαλωτίζει στις όμορφες στιγμές μας για την παραχώρηση της φωτογραφίας.
*Γράφει η Ζωή Αμοιρίδου.
Γεννήθηκε το 1999 στην Κέρκυρα, όπου και μεγάλωσε, ενώ από το 2017 μένει στη Θεσσαλονίκη όπου σπουδάζει στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Θέλει να γίνει ιστορικός τέχνης γιατί η τέχνη τη συγκινεί όσο τίποτα. Συμμετέχει εθελοντικά στο φεστιβάλ κινηματογράφου, στην ArtThessaloniki και στο OpenHouse. Τριγυρνά σε μουσεία και γκαλερί. Αγαπά τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο ,τη λογοτεχνία και όποτε της έρθει γράφει και κανένα ποίημα. Της αρέσουν τα ταξίδια, οι βόλτες με φίλους, οι καφέδες σε τζαζ ρυθμούς και τα κρασιά με υπόκρουση Μάλαμα. Θέλει να συζητά, να γνωρίζει ανθρώπους που θαυμάζει, να κερδίζει γνώσεις. Κλαίει, όσο γελά. Πάρα πολύ.
Η στήλη της VitArt, είναι η προσπάθεια της να μιλήσει περί Τέχνης, για τα περί της Ζωής. Κάποτε σε πεζό λόγο, κάποτε σε ποιητικό.