Μαργαρίτα Λυμπεράκη (1919-2001), Μαργαρίτα Καραπάνου (1946-2008)· στο σπίτι τους στην Αθήνα, στη Δεξαμενή κοντά. Συγγραφείς και οι δύο. Μαμά και κόρη, η μέρα με τη νύχτα. Ακριβώς είκοσι χρόνια πριν: Το καλοκαίρι τού 1999..

Τη Μαργαρίτα Λυμπεράκη, την είχα γνωρίσει πρώτη φορά το φθινόπωρο τού 1992, στο Εθνικό Θέατρο, στις πρόβες τού έργου της «Ζωή Πορφυρογέννητη», που θα έκανε πρεμιέρα τέλη Οκτωβρίου. Τις πρόβες εκείνες τις παρακολουθούσα με τη μεγαλύτερη ευσυνειδησία, κάθε μέρα μαζί της, καθώς ήμουν το νεότερο μέλος τότε, τού Διοικητικού Συμβουλίου τού Εθνικού. Δημιουργήθηκε ένα καλό κλίμα ανάμεσά μας, γρήγορα με συμπάθησε, κι εγώ κάποια στιγμή βρήκα την ευκαιρία να τής χαρίσω το βιβλίο μου «Δώδεκα και ένα ψέματα», που είχε μόλις εκδοθεί.

Το ίδιο κιόλας απόγευμα με πήρε στο τηλέφωνο, μια εντελώς άγνωστή μου κυρία, με πολύ χαρούμενη, δυνατή φωνή, που τραύλιζε λιγάκι: Η άλλη Μαργαρίτα. Η κόρη, λέει, τής Μαργαρίτας που είχα γνωρίσει. Με πήρε για να μού πει πόσο πολύ τής άρεσαν τα «Δώδεκα και ένα ψέματα» που χάρισα στη μαμά της το πρωί: Τόσο πολύ τής άρεσαν, που ήθελε οπωσδήποτε να συναντηθούμε, να γνωριστούμε και να μού πει για ένα άρθρο που σκέφτηκε να γράψει στο ΒΗΜΑ, για το βιβλίο μου. Το συντομότερο. Και τώρα ακόμη, αν γίνεται· γιατί όχι; «Έλα, έλα τώρα!» φώναζε από μέσα η άλλη Μαργαρίτα· η Μαργαρίτα πού ήξερα. Η μαμά Μαργαρίτα. Η μαμά τής Μαργαρίτας που μού μιλούσε τώρα: «Αλήθεια· είμαστε τόσο γείτονες. Έλα τώρα! » φώναζε συνέχεια. Και πήγα έτσι· εντελώς απρογραμμάτιστα. Ήμασταν πράγματι πολύ γείτονες. Τα σπίτια μας πρέπει ν’ απείχαν μεταξύ τους κάπου διακόσια, τριακόσια μέτρα. Μού άνοιξε, αδύνατη σα χαραμάδα, η μαμά Μαργαρίτα και δυο βήματα πίσω, τροφαντή, φρέσκια σα φράπα τσουπωτή, η κόρη Μαργαρίτα· κοιτώντας ερευνητικά με τις φοβερές ματάρες της. Περιχαρείς και οι δύο. Και τότε μόνο συνειδητοποίησα, ξεκάθαρα, για πρώτη μου φορά, πως η Μαργαρίτα Λυμπεράκη ήταν η μητέρα τής Μαργαρίτας Καραπάνου. «Από ’δω και μπρος, εμένα θα με λες Ρίτα…» μού είπε η μαμά. «Κι εμένα Μαργαρίτα…» μού είπε η κόρη.

Μια κοινωνική γνωριμία που ξεκινάει έτσι άμεσα, με τόσο θετικές προϋποθέσεις σε κάθε τομέα, φυσικό είναι να βάζει σωστές βάσεις για μια ουσιαστική, φιλική ανθρώπινη σχέση. Έτσι κι έγινε: Για δέκα χρόνια αυτές οι δύο Μαργαρίτες, με διαφορετικό τρόπο η κάθε μια, ήσαν σχεδόν κάθε μέρα στη ζωή μου· ανυπόκριτα, αληθινά, δίχως κανένα μύθο, ούτε κανένα φτιασίδι.

Απ’ τη μια μεριά, η Λυμπεράκη: Με τη σιγουριά τής καταξιωμένης, τής κλασικής συγγραφέως -ποιος δεν ξέρει για ‘Τα ψάθινα καπέλα’; Με τον αέρα τής μποέμ τύπισσας που έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι, στο μεταπολεμικό Παρίσι. Πολύ μεγάλα ονόματα πέφτανε βροχή κάθε τόσο· μάλλον όμως για να εντυπωσιάσουν παρά για να προσφέρουν κάτι ουσιαστικό στην κουβέντα… Κι απ’ την άλλη η Καραπάνου: Αληθινή στόφα δημιουργού. Πραγματική συγγραφέας, με δαιμόνιο ταλέντο, που όμως δεν κατάφερε να κόψει ποτέ τον ομφάλιο λώρο, ούτε να κάνει τη μάνα της να την αγαπήσει· όσες γαλιφιές κι αν έκανε, όσες κρίσεις και αν πάθαινε. Μια φονική σχέση ανάμεσά τους, που αφού μ’ αυτήν στήθηκε αρχικά η κοινή ζωή τους στα πρώτα χρόνια, δεν ήταν δυνατό πια ν’ αλλάξει. Ούτε καφέ δεν μπορούσαν ν’ αγοράσουν στον Μισεγιάννη χωρίς να μαλώνουν! Το γεγονός μάλιστα πως δεν είχαν κανένα οικονομικό πρόβλημα και ανήκαν στην λεγόμενη ‘άρχουσα’ τάξη -εκεί, απ’ όπου αρχίζει να βρωμάει το ψάρι- αντί να λύνει τα προβλήματά τους, δυστυχώς τα επέτεινε και συσσώρευε ακόμη περισσότερα.

Σαν χαρακτήρες γενικά, σαν άτομα, ήσαν κυριολεκτικά η μέρα με τη νύχτα· ζώντας σε μια σχέση αρμονικά ασφυκτική απ’ την οποία καμιά τους δεν μπορούσε, ούτε και ήθελε πια να ξεφύγει. Ακριβώς σαν το σπίτι τους· που ήταν ένα ωραίο μεγάλο διαμέρισμα διαιρεμένο στα δύο, όπου υποτίθεται πως ζούσε καθεμιά τη ζωή της, στη δική της μεριά. Στην πραγματικότητα όμως εξασφάλιζε απλώς τον απόλυτο έλεγχο τής μαμάς πάνω στη ζωή τής κόρης· ακόμα και μετά τα πενήντα της…

Μια μαμά που ενώ δεν υπήρξε ποτέ ‘μαμά’ στα νιάτα της· τώρα στα ογδόντα της, φρόντιζε κι έκλεινε η ίδια τα ραντεβού με τους ψυχιάτρους για τη ‘μικρή’ και πρόσεχε να παίρνει όλα της τα φάρμακα -που την έκαναν πίτα. Και μια κόρη, με πολύ έντονη προσωπικότητα, επαναστατική ίσως, που ενώ δε σήκωνε μύγα στο σπαθί της, μπροστά στη μαμά της γινόταν ένα δεκάχρονο κοριτσάκι…

Άρα· μια ζωή εντελώς αρρωστημένη, από την οποία η κόρη, το κατ’ εξοχήν θύμα, δεν ξέφυγε ποτέ, παρ’ όλη την ηρωική προσπάθεια που έκανε τότε: Εκείνες τις μέρες. Ακριβώς εκείνες τις στιγμές που με κοιτά, γελώντας πονηρά, φορώντας τα γυαλιά μου, στη φωτογραφία: Το καλοκαίρι τού 1999. Τότε που, μεταφράζοντας η ίδια στα γαλλικά τα «Δώδεκα και ένα ψέματα» μου, είχε αποφασίσει να μιλήσει ανοιχτά για την αρρώστια της, γράφοντας ταυτόχρονα και το «Ναι», που τελικά, αν και δεν ήθελα να γίνει έτσι, μού αφιέρωσε. Ελπίζοντας ίσως πως έτσι θα γιατρευτεί κι αυτή· όπως γιατρεύεται και η ηρωίδα της η Λώρα. Φευ… Τρομερό καλοκαίρι! Πάνε ακριβώς είκοσι χρόνια από τότε· αν είναι δυνατόν…

 

©Αλέξανδρος Αδαμόπουλος
 ΤΑ ΝΕΑ, 6 ΙΟΥΛΙΟΥ 2019
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους της αναρτήσεως είτε ολόκληρης, με οποιαδήποτε μεταβολή του ανωτέρω κειμένου και χωρίς την παράθεση του απευθείας συνδέσμου στην ανάρτηση αυτή που είναι: www.ologramma.art

Οι απόψεις των συντακτών είναι προσωπικές και το ologramma.art δεν φέρει καμία ευθύνη.

Το ologramma.art επιφυλάσσεται για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων του.
Προηγούμενο άρθρο«ένα γιατί δεν λέει να κοπάσει η σχισμή, στο νεαρό δένδρο»
Επόμενο άρθροΠεδία μέτρησης, Γεωργία Τρούλη
Γεννήθηκε το Φθινόπωρο του 1990. Έχει αποφοιτήσει από το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας αλλά και από το Τμήμα Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ασχολείται ερασιτεχνικά με την φωτογραφία. Η πρώτη της φωτογραφική έκθεση είχε θέμα το νησί της Φολεγάνδρου και παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη το 2017. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έργα της εκτίθενται στην «Ολυμπιακή Δημοτική Πινακοθήκη Σπύρος Λούης» στο Μαρούσι στα πλαίσια της εκδήλωσης «2ο Φεστιβάλ Εικόνας Τέχνης και Πολιτισμού» για το 2017. Αγαπά… τα παιδιά, τα βιβλία, το θέατρο, την ιταλική μουσική, την ησυχία, τη χειμωνιάτικη λιακάδα, την καλοκαιρινή βροχή, τα ταξίδια που ανανεώνουν τις ανάσες της, τη γεύση του καφέ. Συγκινείται με… τους γενναιόδωρους ανθρώπους, την ευγένεια, τις ευχές, τα γράμματα σε σχήμα καλλιγραφικό με κόκκινο στυλό. Επιμένει… να κοιτάζει τον ουρανό γιατί ξέρει -πια- πως δεν έχει μόνο σύννεφα αλλά έχει και ήλιο και φεγγάρι και αστέρια... Πιστεύει… στο Αόρατο, στο Καλό, στις Συναντήσεις των ανθρώπων. Αισθάνεται… Ευγνωμοσύνη, Εμπιστοσύνη, Ελευθερία… Ξεκινά… και ολοκληρώνει την ημέρα της με την ίδια πάντα ευχή… Από μικρή ονειρευόταν να σκαρώσει το δικό της περιοδικό.