Έγραφε για τους νικημένους στρατιώτες, για την σιωπή και την θλίψη της απεραντοσύνης που έχουν. Κι εσύ, διαβάζοντάς τον, νιώθεις το φυλάκισμα από τις αρβύλες στα πόδια σου και το άγγιγμα του μανικιού, στο μέτωπο του πολεμιστή, που δεν καταφέρνει να του στεγνώσει την ματαιότητα που ‘χει λιμνάσει. Έγραφε πως …τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι, τα παράθυρα είναι τυφλά, φυσάει, μέσα στην οργισμένη καρδιά του λαού, και κυλά επάνω σου ο ιδρώτας του ποδοβολητού, σε αποκαρδιώνει η κατάμαυρη θέα, σε εκτινάσσει η αδικία.
Κάθε ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη, είναι σαν να σκαρφαλώνεις στην ανοικτή παλάμη του κι εκείνη να σε πηγαίνει σε μια άλλη πόλη, που δεν υπήρχε παρά μόνο ένας γέρος, που ονειρευόταν κάποτε να γίνει μουσικός. Ή, μένεις μαρμαρωμένος …ενώ απ’ το διπλανό δωμάτιο ακουγόταν μουσική, σαν κάποιος να θεραπευόταν απ’ την προσωρινότητα. Μέσα από τις φράσεις του, ζεις σε μια άλλη εποχή ενός ίδιου, με τον γύρω σου, κόσμο. Σε αυτήν την χώρα των χαμένων οραμάτων, είναι λες και δεν πέρασε μια μέρα από τότε.
Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε το βράδυ της Αναστάσεως του 1922, στην γειτονιά του Μεταξουργείου και τούτος ο νεοφερμένος άνθρωπος, έμελε να γίνει ο κορυφαίος, υπαρξιακός, έλληνας ποιητής. Το γράψιμό του, είναι η ποίηση της μνήμης, της ήττας, της μάταιης ύπαρξης, φωτισμένη από εμβληματικούς συμβολισμούς. Δεν χρησιμοποιούσε περισπούδαστο λεξιλόγιο, μα έθετε τις λέξεις με τέτοιο περίτεχνο τρόπο που κάθε φορά που τον διαβάζεις, αισθάνεσαι πως προσεγγίζεις ένα άφταστο μέρος. Ο Λειβαδίτης, ήταν ένας άνθρωπος ακέραιος, αφοσιωμένος στην ποίηση και στην ιδεολογία του. Του άρεσε να φορά ανοιχτά, άσπρα πουκάμισα. Καμιά φορά, έβαζε τα παλιά του παπούτσια, να νιώσει όπως εκείνοι, που δεν μπορούν να αγοράσουν καινούρια.
Ασχολήθηκε δυναμικά με την πολιτική, δραστηριοποιήθηκε στον χώρο της αριστεράς, παίρνοντας μέρος στην αντίσταση, με συνέπεια να εξοριστεί στα χρόνια του εμφυλίου στο Μούδρο, την Μακρόνησο, τον Άη Στράτη. Στην ποίησή του, βρίσκεις την προσωπική τραγωδία αλλά και την ιστορική, από τα μαύρα χρόνια της Δικτατορίας, του πολέμου, αλλά και στα επόμενα. Άνθρωπος ονειροπόλος, πίστευε στην δίκαιη μεταχείριση και στην ισότητα των ανθρώπων. Το 1946 παντρεύεται την Mαρία Στούπα, η οποία υπήρξε το στήριγμά του στα χρόνια της εξορίας αλλά και σε όλη του τη ζωή.
Επιστροφή από το φαρμακείο
Συνέβη χωρίς ποτέ να καταλάβω πώς — η μητέρα είχε πονοκέφαλο,
……θυμάμαι, και μ’ έστειλαν στο φαρμακείο,
στο γυρισμό, είναι η αλήθεια, χάζεψα λίγο, κορόιδεψα έναν γέρο,
……τρόμαξα με μια πέτρα δυο πουλιά
κι ώσπου να στρίψω πάλι το δρόμο
ούτε σπίτι, ούτε νεότητα πια.
Ο λόγος του, λυρικός, η κάθε λέξη που βρίσκεται πλάι σε μιαν άλλη, σε οδηγεί στους κόσμους του ποιητή. σαν αχθοφόρος που δεν κουβαλά τις αποσκευές σου, μα την ίδια σου την ψυχή μέσα στο δωμάτιο της δικής του. Σου ανοίγει την πόρτα, ακουμπάς με τα μάτια το κείμενο, κλειδώνεσαι και κλυδωνίζεσαι εντός του. Σε κάθε ποίημα, κραυγάζουν οι ψίθυροι αμέτρητων άλλων ποιημάτων. Κάνεις παύση κάθε λίγους στίχους κι ακούς τους ήχους, από ένα ματωμένο τραγούδι. Νιώθεις στον ώμο το απλωμένο του χέρι, ακρωτηριασμένο από την δυσπιστία, Βλέπεις στον σελιδοποιημένο ορίζοντα, τις χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος, έναν άνθρωπο να καίγεται. Μυρίζεις τα κορμιά των ζωντανών και των νεκρών, γεύεσαι την εξαθλίωση και την ανύψωση από την κάθε σπιθαμή της ζωής του.
Κανείς δεν είναι μόνος
«Ήρθα», έλεγες πάντα μπαίνοντας στο δωμάτιο, παρ’ όλο που δεν
……σε περίμενε κανείς.
Όμως ακριβώς αυτό σου έδινε μια βαθύτερη απάντηση.
Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Αυγή και στο αριστερό, μεταπολεμικό περιοδικό γραμμάτων και τεχνών: “Επιθεώρηση Τέχνης”. Ο Λειβαδίτης παράλληλα με την ποίηση, κατείχε και μια άλλη ιδιότητα, αυτή του στιχουργού. Στιχουργήματά του μελοποιήθηκαν από τον Μίμη Πλέσσα, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Λοΐζο, τον Γιώργο Τσαγκάρη. Τραγούδια όπως τα: “Βρέχει στην φτωχογειτονιά, “Δρόμοι που χάθηκα», “Η Δραπετσώνα”, τον έκαναν γνωστό στο ευρύ κοινό. Σε συνεργασία με τον Κώστα Κοτζιά, έγραψε το σενάριο για την ταινία: “Συνοικία το όνειρο”. Στην περίοδο της δικτατορίας, για βιοποριστικούς λόγους, έγραψε σε περιοδικά της εποχής ανώνυμα ή με ψευδώνυμο.
Τιμήθηκε με: Το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979). Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Ρωσικά, Κινέζικα, Σουηδικά, Σερβικά, Ουγγρικά κ.α. Επίσης, υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Συγγραφέων». Πέθανε στις 30 Οκτωβρίου 1988 αφήνοντας μας ως κληρονομιά, πάνω από είκοσι ποιητικές συλλογές-θησαυρούς.
Το ανεκπλήρωτο όραμα, ο αγώνας για το δίκαιο, η αλλαγή που δεν ήρθε ποτέ, ο έρωτας, ο θάνατος, ο θεός, ο πόνος, οι καθημερινοί άνθρωποι, η γυναίκα, η μεταφυσική αναζήτηση, ο ρομαντισμός, αποτέλεσαν την θεματική του ποιητή. Τα απλά αντικείμενα, τα φτηνά ξενοδοχεία, το πολεμικό μέτωπο, οι ταβέρνες, τα ραφτάδικα, οι δρόμοι, ένα δωμάτιο κρεβατοκάμαρας, οι πλατείες, ήταν τα σκηνικά, που τούτος ο ποιητικός διαβάτης έστηνε τα ενσταντανέ μια ζωής γεμάτης όνειρα για νίκες και πτοημένα ιδανικά.
Πηγές:
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/tasos_leibadiths_poems.htm
http://tleivaditis.weebly.com/betaiotaomicrongammarhoalphaphiiotakappaomicron.html
http://www.sarantakos.com/kibwtos/apanthisma.htm
ΕΤ1 Ντοκιμαντέρ του Τάσου Ψαρρά.
Γράφει ο Κωνσταντίνος Σύρμος.
Γεννήθηκε το 1979 και πιστεύει πως στην ζωή τα πάντα είναι σχετικά. Ζει μόνιμα στην Κρήτη γράφοντας στίχους, μυθιστορήματα, διηγήματα κ.α. Από τις εκδόσεις Λυκόφως, έχει εκδοθεί το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο “Το μπλε τετράδιο”. Λόγια του έχουν τραγουδήσει ο Νίκος Ζούδιαρης, η Φωτεινή Δάρρα και ο Απόστολος Ρίζος. Λατρεύει τον τομέα της ψυχολογίας, την λογοτεχνία, και το σκάκι. Μισεί την αδικία και την αχαριστία.